Το σχέδιο μεταρρύθμισης του Συμφώνου Σταθερότητας, δηλαδή των παρωχημένων δημοσιονομικών κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρουσιάζει σήμερα Δευτέρα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με στόχο την ενίσχυση της προοπτικής μαζικών επενδύσεων με την παράλληλη διασφάλιση της σοβαρότητας των δημοσίων οικονομικών.
«Είναι καιρός να προχωρήσουμε. Αν δεν το κάνουμε τώρα, πότε θα το κάνουμε;», προειδοποίησε ο ευρωπαίος επίτροπος Οικονομίας Πάολο Τζεντιλόνι.
Οι δημοσιονομικοί κανόνες είναι συγκεντρωμένοι στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Η ισχύς τους ανεστάλη στις αρχές του 2020 για να αποφευχθεί η κατάρρευση της ευρωπαϊκής οικονομίας που είχε πληγεί από την πανδημία της Covid. Μπροστά στο φάσμα μίας ιστορικής ύφεσης, έπρεπε να αρθούν οι περιορισμοί για τα ελλείμματα.
Με την θύελλα να έχει περάσει, και παρά τον πόλεμο στην Ουκρανία, το Σύμφωνο Σταθερότητας πρέπει να επανενεργοποιηθεί στο τέλος του 2023, την ώρα που η κρίση έχει προκαλέσει την έκρηξη του χρέους των πλέον ευάλωτων χωρών, ενώ το ίδιο το Σύμφωνο στη σημερινή του μορφή δεν είναι εφαρμόσιμο.
Ένα σύμφωνο 25 ετών
Το Σύμφωνο Σταθερότητας είναι ένα εργαλείο που υιοθετήθηκε από τις χώρες της ευρωζώνης το 1997, εν όψει της έλευσης του ενιαίου νομίσματος την 1η Ιανουαρίου 1999. Απαντούσε στις ανησυχίες της Γερμανίας που φοβόταν την υιοθέτηση χαλαρής δημοσιονομικής πολιτικής από τις χώρες μέλη και επέβαλε τους ισοσκελισμένους δημόσιους λογαριασμούς.
Ο δημοσιονομικός «κορσές» υιοθετεί τα κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ (1992) που εισήγαγε δύο εμβληματικά νούμερα τα οποία έγιναν τα τοτέμ που κανείς δεν αγγίζει: ανώτατο όριο δημοσιονομικού ελλείμματος στο 3% του εθνικού ΑΕΠ και πλαφόν του δημοσίου χρέους στο 60% του ΑΕΠ.
Σε περίπτωση παραβίασης, το κείμενο προβλέπει διαδικασία υπερβάλλοντος ελλείμματος, η οποία θεωρητικά μπορεί να οδηγήσει στην επιβολή μεγάλων προστίμων. Αλλά οι κυρώσεις αυτές δεν έχουν ποτέ εφαρμοστεί, αφού θα ισοδυναμούσαν με την επιβολή σε χώρες που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες κυρώσεων που θα τις επιβάρυναν ακόμη περισσότερο. Η Ευρωπαϊκή Ενωση ήρθε αντιμέτωπη με τους κινδύνους ανατίναξης της ευρωζώνης κατά την διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008.
Για να επιστρέψουν εντός πλαισίου, τα κράτη θα πρέπει να προτείνουν μία πολυετή διορθωτική πορεία, η οποία αποτελεί αντικείμενο διαπραγματεύσεων με την Κομισιόν. Θεωρητικά, το υπερβάλλον χρέος, άνω του 60%, θα πρέπει να περιορίζεται κατά 1/20 ετησίως, αλλά ο κανόνας αυτός κρίνεται ανεφάρμοστος. Θα επέβαλλε μία αγωγή καταστροφικής λιτότητας στις πλέον χρεωμένες χώρες.
Το Σύμφωνο Σταθερότητας περιορίζει επίσης το διαρθρωτικό έλλειμμα στο 0,5% του ΑΕΠ για τις χώρες το χρέος των οποίων υπερβαίνει το 60%. Κάθε υπέρβαση πρέπει να περιορίζεται στο 0,5% ετησίως.
Γιατί απαιτείται μεταρρύθμιση;
Δύο στρατόπεδα βρίσκονται αντιμέτωπα. Οι «τσιγκούνηδες» του ευρωπαϊκού Βορρά, με επικεφαλής την Γερμανίας, που θεωρούν ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας δεν εφαρμόζεται κατά αυστηρό τρόπο. Το αυστηρό του πλαίσιο έχει σταδιακά αντικατασταθεί από κανόνες πολιτικού χαρακτήρα, η ερμηνεία των οποίων από την Κομισιόν κρίνεται ευνοϊκή.
Οι υπερχρεωμένες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, όπως η Ιταλία, το χρέος της οποίας έχει φτάσει το 150% του ΑΕΠ, θεωρούν το πλαίσιο υπερβολικά αυστηρό. Θεωρούν ότι περιστέλλει τις δημόσιες επενδύσεις σε μία στιγμή κατά την οποία τα ευρωπαϊκά κράτη θα πρέπει να δαπανήσουν μαζικά για να περιορίσουν τις εκπομπές αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, να αποκαταστήσουν την καθυστέρησή τους στον ψηφιακό τομέα και να επανεξοπλισθούν απέναντι στην ρωσική απειλή.
«Οι δύο αυτοί πόλοι, που ζητούν, στην πρώτη περίπτωση, περισσότερο αυτοματοποιημένους κανόνες και στην δεύτερη περίπτωση, μεγαλύτερη ευελιξία, ορίζουν και τους βασικούς άξονες της μεταρρύθμισης», συνοψίζει ο Andreas Eisl, ερευνητής του Institut Jacques Delors. Πάντως, και οι δύο πλευρές επικρίνουν την πολυπλοκότητα των ισχυόντων κανόνων.
Ποιες αλλαγές;
Το νέο πλαίσιο θα πρέπει να επιτρέπει «την απλοποίηση, καλύτερη οικειοποίηση από τα κράτη μέλη και καλύτερη εφαρμογή» με στόχο την διασφάλιση «τόσο ενός βιώσιμου χρέους, όσο και μίας βιώσιμης ανάπτυξης», σύμφωνα με τον Πάολο Τζεντιλόνι.
Το βασικό σχέδιο είναι η επιβολή στα κράτη μέλη του ορισμού μεσοπρόθεσμου σχεδίου που θα βασίζεται μάλλον στην εξέλιξη των δαπανών, παρά στο επίπεδο των ελλειμμάτων για την επιστροφή του χρέους σε βιώσιμο επίπεδο.
Αυτός ο στόχος των δαπανών, περισσότερο ευανάγνωστος για το κοινό, έχει επίσης το πλεονέκτημα ότι είναι ευκολότερα ελέγξιμος. Η ιδέα είναι να δοθεί στα κράτη μέλη μεγαλύτερο περιθώριο ελιγμών σε αυτό το σχέδιο που θα περιλαμβάνει επίσης δεσμεύσεις επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων.
Οι Βρυξέλλες στη περίπτωση αυτή θα διατηρούσαν ένα καρότο και ένα μαστίγιο. Η τήρηση των δεσμεύσεων θα επέτρεπε τη χορήγηση μεγαλύτερης περιόδου προσαρμογής, ενώ η μη τήρησή τους θα οδηγούσε σε αυστηρότερες δεσμεύσεις.
Τα επόμενα στάδια
Στην σημερινή ανακοίνωση η Κομισιόν αναμένεται να παρουσιάσει ιδέες που θα συζητηθούν στις αρχές του Δεκεμβρίου κατά την διάρκεια συνόδου των υπουργών Οικονομικών της ΕΕ.
Η ελπίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι να συμφωνήσουν επί του ανανεωμένου πλαισίου, το οποίο θα επικυρωθεί στην συνέχεια από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων. Μία νομοθετική πρόταση θα διαμορφωθεί το επόμενο έτος και θα υιοθετηθεί κατά την προσεχή διετία.
Εν αναμονή της μεταρρύθμισης, οι Βρυξέλλες θα κληθούν να ερμηνεύσουν ήδη το 2024 τους υπάρχοντες κανόνες υπό το πνεύμα της μεταρρύθμισης.
Η συζήτηση αναμένεται να είναι θυελλώδης. «Εύκολα μπορεί να υπάρξει συμφωνία επί της αρχής», αλλά ο διάβολος κρύβεται στις τεχνικές λεπτομέρειες «που θα ορίσουν σε ποιο σημείο οι κανόνες θα είναι δεσμευτικοί», λέει ο Andreas Eisl.
Δήλωση Μπρετόν
Υπέρ της άποψης να μην συνυπολογίζονται στα δημοσιονομικά ελλείμματα των κρατών μελών της ΕΕ οι κρατικές δαπάνες που σχετίζονται με «ευρωπαϊκά δημόσια αγαθά», όπως για παράδειγμα οι δαπάνες για την άμυνα και την προστασία του περιβάλλοντος, τάσσεται εμμέσως πλην σαφώς ο αρμόδιος για την εσωτερική αγορά Γάλλος Επίτροπος Τιερί Μπρετόν. Κατά τον Γάλλο Επίτροπο η Γερμανία πρέπει «να επανεφεύρει» το οικονομικό της μοντέλο και μαζί με άλλες τέσσερις χώρες της ΕΕ να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες τους, όπως άλλωστε έχουν δεσμευτεί ότι θα πράξουν στο πλαίσιο της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ