Ένα σχέδιο που έμεινε στα συρτάρια για πολλά χρόνια και συγκεκριμένα από την εποχή των μνηµονίων και της σκληρής τρόικας, φαίνεται ότι ανασύρεται για να υλοποιηθεί σταδιακά.
Πρόκειται για τη διασύνδεση του Κέντρου Είσπραξης Ασφαλιστικών Εισφορών (ΚΕΑΟ) µε τον ΕΦΚΑ και το Taxis.
Τι αλλάζει από δω και πέρα
Με τη διασύνδεση των ηλεκτρονικών συστημάτων όλοι οι φορείς θα γνωρίζουν τα πάντα σε μηδενικό χρόνο.
Ποιοι θα ευνοηθούν
Η διαλειτουργικότητα των συστημάτων θα ευνοήσει τους καλοπληρωτές και όσους δεν έχουν να φοβούνται τίποτα, αλλά θα δημιουργήσει τεράστιο πρόβληµα στους υπολοίπους.
Το πρόβληµα θα είναι τόσο μεγάλο, που ενδεχομένως να χρειαστεί να παρέµβει η κυβέρνηση για να δώσει λύση. Από τη στιγµή που ο ασφαλιστικός φορέας θα γνωρίζει πότε έγιναν ενάρξεις δραστηριότητας και εάν πληρώνονταν κανονικά οι εισφορές των παλαιών χρόνων, θα έρθουν στην επιφάνεια εκατοντάδες χιλιάδες φορολογούμενοι – ασφαλισμένοι, κυρίως ελεύθεροι επαγγελματίες, µε οφειλές που µάλλον είναι αδύνατο να πληρωθούν.
Γιατί δεν είχε υλοποιηθεί μέχρι στιγμής
Μάλιστα, ένας από τους λόγους που δεν υλοποιήθηκε ποτέ το έργο αυτό ήταν ο φόβος των ευρημάτων. Η μόνη λύση, σύμφωνα µε την αγορά, είναι να υπάρξει «ημέρα μηδέν», από την οποία θα ξεκινήσει η σύνδεση των συστηµάτων. Θα μπορούσε, όπως επισημαίνουν, να θεσμοθετηθεί µια νέα, κοινή περαίωση για οφειλές σε ασφαλιστικά ταμεία και Εφορία και αμέσως μετά να υλοποιηθεί το σχέδιο, που θα δώσει ένα τέλος στις «κρυφές» οφειλές. Πάντως, τα πρώτα βήματα έχουν ξεκινήσει. Για παράδειγμα, η ΑΑ∆Ε ξεκίνησε αυτόµατους συµψηφισµούς οφειλών µε επιστροφές φόρων.
Οι χειρόγραφες διαδικασίες που εφαρµόζουν σήµερα οι ΔΟΥ για τους συμψηφισμούς επιστροφών φόρων µε οφειλές φόρων γίνονται ψηφιακές.
Η ΑΑΔΕ σχεδιάζει να θέσει το συντοµότερο δυνατόν το νέο σύστηµα αυτόµατων ανά δίµηνο διασταυρώσεων και συμψηφισμών επιστροφών φόρου µε οφειλές τόσο προς την Εφορία όσο και προς τα ασφαλιστικά ταµεία.
Νέο επιχειρησιακό μοντέλο
Σύµφωνα µε τον διοικητή της ΑΑ∆Ε, Γιώργο Πιτσιλή, δηµιουργείται ένα επιχειρησιακό μοντέλο που θα βοηθήσει τόσο τη φορολογική διοίκηση όσο και τους φορολογουμένους, ενδυναμώνοντας ταυτόχρονα την ακεραιότητα και τη διαφάνεια.
Σήμερα, 7 στους 10 φορολογουμένους που δικαιούνται επιστροφή, ταυτόχρονα χρωστούν στη φορολογική διοίκηση ή/και στα ασφαλιστικά ταµεία και ο συμψηφισμός γίνεται χειρόγραφα και τοπικά. Αυτή η διαδικασία σήμερα έχει ως αποτέλεσµα χαµένο χρόνο τόσο για τη φορολογική διοίκηση όσο και για τους φορολογούμενους. Παράλληλα, και πέρα από τις επιστροφές φόρων, η διασύνδεση των συστημάτων θα οδηγήσει και στον άµεσο εντοπισµό των επιχειρήσεων που απασχολούν υπαλλήλους και δεν καταβάλλουν τον Φόρο Μισθωτών Υπηρεσιών (ΦΜΥ).
Αυτή την στιγμή, η φορολογική διοίκηση θα πρέπει να ζητήσει τα στοιχεία από τον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) και αµέσως μετά να προχωρήσει σε διασταυρώσεις και ελέγχους όσων δεν συμμορφώνονται. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο συμμόρφωσης των φορολογουμένων που δεν υπέβαλαν δήλωση Φόρου Μισθωτών Υπηρεσιών έχει αναπτυχθεί δίαυλος επικοινωνίας και συνεργασίας µε τον ΕΦΚΑ. Από αυτόν λαμβάνονται στοιχεία για τις Αναλυτικές Περιοδικές Δηλώσεις (ΑΠ∆), που υποβάλλονται από τους εργοδότες για το προσωπικό που απασχολούν, τα οποία στοιχεία στη συνέχεια διασταυρώνονται µε τα πληροφοριακά συστήµατα της ΑΑ∆Ε. Μετά τη λήψη του αρχείου εντοπισµού, πραγµατοποιείται αξιολόγηση µε χρήση κριτηρίων ανάλυσης κινδύνου των υπόχρεων, που, ενώ όφειλαν, δεν υπέβαλαν δήλωση ΦΜΥ για τον µήνα που εντοπίστηκαν να απασχολούν υπαλλήλους. Στη συνέχεια, αποστέλλονται ενημερωτικά e-mails και πραγματοποιούνται τηλεφωνικές επικοινωνίες, έπειτα από κριτήρια ανάλυσης κινδύνου, στους ανωτέρω υπόχρεους, για να ενημερωθούν ότι δεν έχουν υποβάλει δήλωση για συγκεκριμένη φορολογική περίοδο και καλούνται να την υποβάλουν οικειοθελώς. Η απλή αυτή διασταυρωτική διαδικασία αποκάλυψε 21.108 επιχειρήσεις που, ενώ απασχολούν υπαλλήλους τους οποίους δηλώνουν στον ΕΦΚΑ, εντούτοις δεν υποβάλλουν δηλώσεις Φόρου Μισθωτών Υπηρεσιών και δεν αποδίδουν, φυσικά, τον αναλογούντα φόρο. Στις συγκεκριμένες επιχειρήσεις εστάλησαν e-mails, ενώ έγιναν και τηλεφωνικές ειδοποιήσεις. Από τα στοιχεία προκύπτει ότι ανταποκρίθηκαν μόλις οι 9.607 επιχειρήσεις, ενώ οι υπόλοιπες αδιαφόρησαν και διατάχθηκε φορολογικός έλεγχος.