Από την διαβεβαίωση πως ο υψηλός πληθωρισμός αποτελεί μέγιστη πρόκληση για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που θα βεβαιωθεί ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει μεσοπρόθεσμα στο ποσοστό στόχο του 2% ξεκινά η ανακοίνωση της Τράπεζας, κατά την ολοκλήρωση της σημερινής συνεδρίασης του συμβουλίου.
Το συμβούλιο επιβεβαίωσε την πρόθεση του να πάρει παραπάνω μέτρα για την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής. Αυτό σημαίνει καταρχάς τερματισμό του προγράμματος αγοράς ομολόγων APP από την 1η Ιουλίου 2022 και κατόπιν αύξηση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης, στη συνεδρίαση του ίδιου μήνα.
Οι συνθήκες πλέον αιτιολογούν την αντιστροφή της νομισματικής πολιτικής της τράπεζας, ειδικά δε, με δεδομένο πως θα έχει προηγηθεί το τέλος της αγοράς ομολόγων. Το συμβούλιο είχε δεσμευτεί προ πολλού ότι η όποια αύξηση των επιτοκίων θα δρομολογηθεί μετά τον τερματισμό της αγοράς ομολόγων.
Το συμβούλιο επιβεβαιώνει την πρόθεση του να αυξήσει τα επιτόκια κατά 25 μονάδες βάσης στο συνεδρίαση του Ιουλίου, ενώ στέλνει σήμα για νέα αύξηση και πάλι από τον Σεπτέμβριο. Ειδικά για τον Σεπτέμβριο, η φρασεολογία αφήνει ένα μικρό παράθυρο για πιθανή μεγαλύτερη αναπροσαρμογή των επιτοκίων επισημαίνοντας πως «θα εξαρτηθεί από τις τελευταίες μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τον πληθωρισμό. Εάν οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τον πληθωρισμό επιμείνουν ή επιδεινωθούν, μια μεγαλύτερη αύξηση μπορεί να είναι κατάλληλη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου».
Πέραν του Σεπτεμβρίου, αναλόγως και με τις συνθήκες που επικρατούν, το συμβούλιο προσανατολίζεται σε ένα σταθερό αλλά προοδευτικό μονοπάτι περαιτέρω αυξήσεων των επιτοκίων, που θα διαμορφώνεται με γνώμονα την δέσμευση του συμβουλίου στην επίτευξη του μεσοπρόθεσμου στόχου του 2% για τον πληθωρισμό.
Κατά τη σημερινή συνεδρίαση, τα επιτόκια έμειναν αμετάβλητα.
Ειδική αναφορά στην Ελλάδα
Όσον αφορά στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων στο πλαίσιο της πανδημίας (PEPP), το συμβούλιο διευκρινίζει πως σκοπεύει να επανεπενδύσει τις πληρωμές κεφαλαίων από τίτλους λήξεως που αγοράστηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος τουλάχιστον έως το τέλος του 2024. Αυτό περιλαμβάνει και την συνέχιση της αγοράς ελληνικών ομολόγων.
Συγκεκριμένα το συμβούλιο επαναλαμβάνει τη δέσμευση του να συνεχίσει να αγοράζει ομόλογα του ελληνικού δημοσίου σε ποσά που θα υπερβαίνουν τις λήξεις των τίτλων που ήδη κατέχει. Κι αυτό προκειμένου να αποφευχθούν ανεπιθύμητες παρενέργειες στην ελληνική οικονομία, η οποία συνεχίζει να ανακάμπτει από την κρίση που προκάλεσε η πανδημία.
Χειρότερες οι νέες προβλέψεις
Το συμβούλιο ανακοίνωσε και τις νέες οικονομικές προβλέψεις των αναλυτών του, που δυστυχώς είναι χειρότερες από τις προηγούμενες εκτιμήσεις που είχαν διατυπωθεί το Μάρτιο, κυρίως για τον πληθωρισμό.
Ο πληθωρισμός το Μάιο ανέβηκε σημαντικά, φτάνοντας το 8,1% από 7,4% τον Απρίλιο, ήτοι πολύ πάνω από το 7,8% που ανέμεναν οι αναλυτές. Το συμβούλιο αποδίδει την διόγκωση των πληθωριστικών πιέσεων στις συνέπειες του πολέμου και χρησιμοποιεί σκληρή γλώσσα για να κατακρίνει την ρωσική εισβολή και την επιβάρυνση που προκαλεί στην ευρωπαϊκή οικονομία, την διαταραχή του εμπορίου, τις ελλείψεις πρώτων υλών, την πίεση στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Οι παράγοντες αυτοί θα συνεχίσουν να ρίχνουν την σκιά τους στα επίπεδα εμπιστοσύνης και ανάπτυξης, αν και το συμβούλιο υποστηρίζει πως η ευρωπαϊκή οικονομία είναι σε θέση να συνεχίσει να αναπτύσσεται, δεδομένου του ανοίγματος της αγοράς με το τέλος των περιοριστικών μέτρων της πανδημίας, την ισχυρή αγορά εργασίας, τη δημοσιονομική στήριξη και τις υψηλές αποταμιεύσεις.
Οι νέες προβλέψεις της ΕΚΤ κάνουν λόγο για πληθωρισμό στο 6,8% σε ετήσια βάση το 2022, πριν ο δείκτης αρχίσει να υποχωρεί προς το 3,5% το 2023 και το 2,1% το 2024. Πρόκειται για ποσοστά αρκετά υψηλότερα σε σχέση με τις προβλέψεις που είχαν διατυπωθεί το Μάρτιο.
Εξαιρώντας τις τιμές ενέργειας και τροφίμων, ο δείκτης αναμένεται να διαμορφωθεί στο 3,3% το 2022, στο 2,8% το 2023 και στο 2,3% το 2024, πάντα πάνω από τις προηγούμενες προβλέψεις.
Αναφορικά με τους ρυθμούς ανάπτυξης, οι νέες προβλέψεις κάνουν λόγο για ανάπτυξη του ΑΕΠ στο 2,8% το 2022, 2,1% το 2023 και 2,1% το 2024. Για την διετία 2022-2023 οι νέες προβλέψεις είναι χαμηλότερες σε σχέση με τις προηγούμενες, ωστόσο τα εκτιμώμενα ποσοστά για το 2024 είναι βελτιωμένα.