Σε εκτίμησή της για την επικείμενη συνεδρίαση του ΔΣ της ΕΚΤ, η HSBC θεωρεί ότι δεν θα υπάρξει ακόμα απόφαση για αύξηση των επιτοκίων.
Σύμφωνα με τη βρετανική τράπεζα, η ΕΚΤ το καλοκαίρι πρόκειται να θέσει τέλος στις αγορές περιουσιακών στοιχείων, ενώ χαρακτηρίζει πιο ρεαλιστική την προσδοκία για μια πρώτη αύξηση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης τον Οκτώβριο.
Ειδικότερα, η βρετανική τράπεζα, όπως προαναφέρθηκε, δεν αναμένει να ανακοινωθούν αλλαγές πολιτικής από την ΕΚΤ κατά τη συνεδρίαση του Απριλίου. Καθώς η αβεβαιότητα παραμένει υψηλή, πιστεύει ότι η Λαγκάρντ θα συνεχίσει να τονίζει την ευελιξία (flexibility), την ευχέρεια επιλογής (optionality) και τη σταδιακή αλλαγή (gradualism), μία φράση που κυριαρχεί στο αφήγημα της ΕΚΤ από την έναρξη της σύγκρουσης Ρωσίας-Ουκρανίας.
Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση «μέγιστης ευελιξίας» άφησε την αγορά ελεύθερη να τιμολογήσει μια επιθετική πορεία για μελλοντικές αυξήσεις επιτοκίων. Επομένως, ενδέχεται να υπάρξει αντίδραση από την Λαγκάρντ κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου, τονίζοντας την πρόθεση για «σταδιακή» αύξηση των επιτοκίων. Ωστόσο, με τον πληθωρισμό να εκπλήσσει και πάλι ανοδικά τον Μάρτιο και τις βαθιές διαιρέσεις εντός του ΔΣ, η ΕΚΤ δεν θα μείνει αδρανής για πολύ ακόμη. Άλλωστε, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της ΕΚΤ έχουν διαμηνύσει πρόσφατα ότι τα επιτόκια θα μπορούσαν να αυξηθούν προς το τέλος του έτους.
Ένα πράγμα που μπορεί να αποφασίσει να κάνει η ΕΚΤ τον Απρίλιο, όπως εκτιμά η HSBC, είναι να ορίσει τον ρυθμό για το QE στο τρίτο τρίμηνο. Πρόσφατα, ο διοικητής της ολλανδικής κεντρικής τράπεζας Klaas Knot είπε ότι «οι αγορές περιουσιακών στοιχείων θα πρέπει να μειωθούν στα 10 δισ. ευρώ τον Ιούλιο και θα πρέπει να τελειώσουν στα τέλη Ιουλίου». Η HSBC πιστεύει ότι αυτό είναι μια ρεαλιστική πιθανότητα. Αλλά το βασικό της σενάριο είναι ότι η ΕΚΤ θα αφήσει αυτή την απόφαση για τη συνεδρίαση του Ιουνίου, όταν θα υπάρξει μια νέα σειρά προβλέψεων που θα βοηθήσουν την απόφαση του ΔΣ.
Κοιτάζοντας πέρα από τον Απρίλιο, η HSBC αναμένει έτσι από την ΕΚΤ να ανακοινώσει το τέλος όλων των αγορών περιουσιακών στοιχείων τον Ιούνιο, με αγορές μόνο 10 δισ. ευρώ να απομένουν για τον Ιούλιο. Το γεγονός ότι, μέχρι στιγμής, έχουμε δει σχετικά περιορισμένες πιέσεις στις αποδόσεις των ομολόγων τις περιφέρειας παρά τις βραδύτερες αγορές υπό το PEPP θα πρέπει να στρώσει τον δρόμο για την ΕΚΤ να ολοκληρώσει γρήγορα το QE, σύμφωνα και με την άποψη του κ. Knott.
Όσον αφορά στην πρώτη αύξηση των επιτοκίων, η Λαγκάρντ κατέστησε πρόσφατα σαφές ότι «η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ δεν θα είναι σε συγχρονισμό με την πολιτική της Fed». Ακόμη και ένα γνωστό γεράκι, όπως ο κ. Knott, είπε ότι «μια αύξηση επιτοκίων στο τέταρτο τρίμηνο εξακολουθεί να είναι μια ρεαλιστική προσδοκία, αλλά σε καμία περίπτωση μια βεβαιότητα» και ότι «δύο αυξήσεις επιτοκίων φέτος θα απαιτούσαν μια περαιτέρω ανοδική αναθεώρηση των πληθωριστικών προσδοκιών». Επομένως, η προσδοκία της HSBC για μια πρώτη αύξηση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης τον Οκτώβριο παραμένει μια ρεαλιστική προοπτική, κατά την άποψή της.
Στη συνέχεια, η βρετανική τράπεζα αναμένει μια δεύτερη αύξηση των επιτοκίων κατά 25 μ.β τον Μάρτιο του 2023 , μηδενίζοντας το επιτόκιο καταθέσεων, πριν από μια παύση σε ότι αφορά την πολιτική σύσφιξης. Η πρόβλεψη για τη νομισματικής πολιτική σε ορίζοντα 12 μηνών είναι ιδιαίτερα δύσκολη, όπως επισημαίνει η HSBC ιδίως δεδομένης της τρέχουσας κατάστασης αβεβαιότητας. Ωστόσο, παρόλο που εξακολουθεί να προβλέπει πληθωρισμό πάνω από τον στόχο του 2% μέχρι τότε, η HSBC εκτιμά ότι υπάρχουν αρκετοί λόγοι για τους οποίους η ΕΚΤ θα σταματήσει τις αυξήσεις όταν βγάλει τα επιτόκια από αρνητικό έδαφος.
Μέχρι τον Δεκέμβριο η ΕΚΤ θα έχει επεκτείνει τον ορίζοντα προβλέψεών της έως το 2025. Όπως τόνισε η Λαγκάρντ πρόσφατα και στις στα τρία σενάριά της η ΕΚΤ αναμένει ότι ο πληθωρισμός θα «μειωθεί και θα σταθεροποιηθεί σε επίπεδα γύρω από τον στόχο του 2% το 2024». Με τον πληθωρισμό να επιστρέφει στο 2% στο μέσο του προβλεπόμενου ορίζοντα, και να είναι σταθερός, μέχρι την επόμενη άνοιξη, η ανάγκη περαιτέρω σύσφιξης της ΕΚΤ θα μειωθεί., εκτιμά η HSBC. Και, ακόμη και αν ο πληθωρισμός παραμείνει ελαφρώς πάνω από το 2% για ολόκληρο το επόμενο έτος, δεν θα χρειαζόταν πράγματι μια σύσφιξη για να επανέλθει στο 2% μεσοπρόθεσμα, ιδιαίτερα όταν η αύξηση των μισθών παραμένει υποτονική και εάν η τρέχουσα δέσμευση της ΕΚΤ για ομαλοποίηση της πολιτικής αποτρέπει σημαντικές δευτερογενείς επιπτώσεις στους μισθούς.