Η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής από τη Fed και άλλες κεντρικές τράπεζες είναι βέβαιο ότι θα παραμείνει ο βασικός κινητήριος μοχλός των αγορών, σημειώνει η HSBC σε νέα έκθεση για την επενδυτική στρατηγική.
Όπως επισημαίνει, σε αυτό το περιβάλλον οι επενδυτές πρέπει να τοποθετηθούν για την μεταβλητότητα στις αγορές με συνεχή εστίαση σε εταιρείες ποιότητας, δηλαδή σε εκείνες που μπορούννα διατηρήσουν τα περιθώρια κέρδους τους, μετακυλίοντας τις αυξήσεις τιμών στους πελάτες τους και να είναι σε θέση να δημιουργήσουν επαρκείς ταμειακές ροές για να διασφαλίσουν ότι οι λειτουργίες δεν διαταράσσονται από τα υψηλότερα επιτόκια.
Η HSBC δηλώνει «ταύρος» για τις μετοχές, και τηρεί εποικοδομητική στάση σε αρκετούς κλάδους: Η τεχνολογία θα επωφεληθεί ακόμη θέματα όπως η νέα τεχνολογική επανάσταση και η βιωσιμότητα. Παρά τη δυνατότητα για μια πιο επίπεδη καμπύλη αποδόσεων, οι τράπεζες θα επωφεληθούν από υψηλότερα επιτόκια, την ισχυρή ανάπτυξης της οικονομίας, τη ζήτηση στην αγορά κατοικία και συνεχιζόμενη δραστηριότητα στον χώρο των συγχωνεύσεων και εξαγορών. Το πλήρες reopening ης οικονομίας παρέχει επίσης ευκαιρίες καθώς η ζήτηση μετατοπίζεται από τον κλάδο των αγαθών στον κλάδο των υπηρεσιών. Αν και με αυξανόμενα επιτόκια, οι κλάδοι της ενέργειας και της στέγασης θα επωφεληθούν από τη βελτίωση της ζήτησης και ίσως από τις υψηλότερες τιμές.
Τα προηγούμενα χρόνια, οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες μείωσαν τα επιτόκια και ενεργοποίησαν την ποσοτική χαλάρωση για να επιτρέψουν τη ροή μεγάλου όγκου κεφαλαίων στα χρηματιστήρια. Ως αποτέλεσμα και εν μέσω πανδημίας, οι αμερικανικές και ευρωπαϊκές μετοχές άγγιξαν ιστορικά υψηλά επίπεδα και το ιαπωνικό χρηματιστήριο έχει φτάσει σε επίπεδο ρεκόρ μετά το ξέσπασμα της οικονομικής φούσκας τη δεκαετία του 1990. Οι νομισματικές πολιτικές των κεντρικών τραπεζών αποτελούν πλέον σημείο καμπής. Μεταξύ των ώριμων αγορών, η Νέα Ζηλανδία, η Νορβηγία και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν ήδη αυξήσει τα επιτόκια και οι ΗΠΑ και ο Καναδάς αναμένεται να ενταχθούν σε αυτόν τον κύκλο φέτος. Η HSBC αναμένει ότι η Fed θα αυξήσει τα επιτόκια τον Μάρτιο κατά 0,5%, με περισσότερες αυξήσεις επιτοκίων τον Μάιο, τον Ιούνιο, τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο, κατά 0,25%. Συνολικά βλέπει αυξήσεις επιτοκίων της τάξης του 1,5% για το σύνολο του 2022. «Είναι συνεπώς το ράλι των αγορών μη βιώσιμο λόγω της αποδυνάμωσης της ρευστότητας της αγοράς;», διερωτάται η HSBC.
Η HSBC τονίζει ότι το ράλι στα χρηματιστήρια θα συνεχιστεί. Παρόλο που η παγκόσμια οικονομία έχει εισέλθει σε ένα νέο στάδιο ανάπτυξης, ο ρυθμός ανάπτυξης θα ομαλοποιηθεί και οι αποδόσεις των μετοχών θα περιοριστούν. Ωστόσο, η αύξηση των κερδών είναι ο κινητήριος μοχλός για την άνοδο των χρηματιστηριακών αγορών και οι μετοχές των ΗΠΑ αποτελούν το μεγάλο «overweight». Όπως αναφέρει η βρετανική τράπεζα, σύμφωνα με στοιχεία της Factset, η κερδοφορία και οι πωλήσεις των εισηγμένων στον S&P 500 εταιρειών αναμένεται να αυξηθούν κατά 9,4% και 7,6% αντίστοιχα το 2022. Αν και ο ρυθμός ανάπτυξης υστερεί σε σχέση με το 2021, οι επιδόσεις εξακολουθούν να είναι καλύτερες από το 2019, πριν δηλαδή από την πανδημία.
Σύμφωνα με την ανάλυση της HSBC, στους τρεις τελευταίους κύκλους αύξησης των επιτοκίων, ο δείκτης S&P 500 αυξήθηκε κατά μέσο όρο 15%, υποδεικνύοντας ότι ο κύκλος αύξησης των επιτοκίων δεν εμπόδισε το ράλι του χρηματιστηρίου. Στην πραγματικότητα, οι αυξήσεις επιτοκίων σηματοδοτούν μια οικονομική επέκταση και η συνεχιζόμενη οικονομική ανάπτυξη θα ωφελήσει τα εταιρικά κέρδη και θα αντανακλάται στις τιμές των μετοχών. Ωστόσο, υπάρχει πάντα μια ανησυχία στην αγορά για τις αυξήσεις επιτοκίων.
Ο S&P 500 έχει γενικά δεχτεί πίεση προσαρμογής περίπου τρεις μήνες πριν από την εκκίνηση του κύκλου αύξησης επιτοκίων, αλλά οι αβεβαιότητες εξαλείφονται αμέσως μετά την αύξηση των επιτοκίων. Ο δείκτης σημείωσε θετικές αποδόσεις εντός τριών έως έξι μηνών μετά την πρώτη αύξηση των επιτοκίων της Fed– η μέση άνοδος εξαμήνου είναι 5,8%. Στις τρεις τελευταίες περιόδους αύξησης των επιτοκίων, οι παγκόσμιες μετοχές (δείκτης MSCI ACWI) αυξήθηκαν κατά 8,3% κατά μέσο όρο το εξάμηνο.
Οι μετοχές των τραπεζών επωφελούνται το περισσότερο από τον κύκλο αύξησης των επιτοκίων, όπως σημειώνει η βρετανική τράπεζα. Η αύξηση των επιτοκίων θα συμβάλλει στη διεύρυνση των επιτοκιακών περιθωρίων και στην αύξηση των εσόδων από τόκους. Ταυτόχρονα, η βελτίωση της οικονομίας θα αυξήσει τη ζήτηση δανείων και τις δραστηριότητες συγχωνεύσεων και εξαγορών, ενώ θα συμβάλλει στη βελτίωση των προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις.
Εκτός από τις αλλαγές στη νομισματική πολιτική, η πανδημία και η γεωπολιτική κατάσταση θα αυξήσουν πάντως την μεταβλητότητα στις αγορές, όπως τονίζει η HSBC, επομένως οι επενδυτές θα πρέπει να ελέγχουν προσεκτικά τους κινδύνους και να αναζητούν μετοχές υψηλής ποιότητας με επαρκείς ταμειακές ροές, χαμηλά επίπεδα χρέους και ελκυστικά μερίσματα.
Γεωπολιτικά γεγονότα όπως αυτά που συμβαίνουν στην Ουκρανία θα μπορούσαν να επηρεάσουν το επενδυτικό κλίμα και τις αγορές. Ο βασικός αντίκτυπος είναι στην αγορά ενέργειας, η οποία έχει ήδη χαμηλά αποθέματα, ενώ οι τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου είναι ήδη σε πολύ υψηλά επίπεδα. Σύμφωνα με την HSBC, καθώς η ζήτηση αυξάνεται από το άνοιγμα της οικονομία, οποιαδήποτε έλλειψη προσφοράς θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω άνοδο των τιμών, με τις ευρωπαϊκές οικονομίες να είναι πιο ευάλωτες στις προμήθειες πετρελαίου από την Ουκρανία. Από την άποψη της αγοράς μετοχών, η HSBC δηλώνει overweight στις ενεργειακές εταιρείες καθώς θα μπορούσαν να επωφεληθούν από την άνοδο των τιμών (αν και επιλεκτικά καθώς ορισμένες εταιρείες θα μπορούσαν να δουν διακοπές στον εφοδιασμό στο ενδεχόμενο σύγκρουσης Ρωσίας-Ουκρανίας). Έτσι, εκτιμά ότι οι ευρωπαϊκές μετοχές θα μπορούσαν προσωρινά να υποαποδώσουν εάν οι επενδυτές αρχίσουν να τιμολογούν μια σύγκρουση, και να στραφούν σε πιο αμυντικές μετοχές και κλάδους.