Τον κίνδυνο να προκληθεί αναταραχή στην αγορά των κρατικών ομολόγων της Ευρωζώνης τονίζουν οικονομικοί αναλυτές και επενδυτές εάν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) σηματοδοτήσει μια ταχύτερη οπισθοδρόμηση από την επεκτατική νομισματική πολιτική της. Ιδιαίτερα μνεία γίνεται στο ενδεχόμενο αύξησης του κόστους δανεισμού για την ελληνική και την ιταλική οικονομία, διαταράσσοντας τις ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης την ώρα που το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) σύστησε αυτήν την εβδομάδα στις υπερχρεωμένες χώρες-μέλη της Ευρωζώνης να λάβουν μέτρα για τη μείωση των ελλειμμάτων και του χρέους τους ως προς το ΑΕΠ.
Την περασμένη εβδομάδα, μετά τη συνεδρίαση της ΕΚΤ, η εκτενής αναφορά της επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, στις πληθωριστικές πιέσεις που δέχεται η Ευρωζώνη, χωρίς να χαρακτηρίσει «απίθανη» μια αύξηση των επιτοκίων φέτος, οδήγησαν σε άνοδο τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων. Όμως, επειδή η Ελλάδα και η Ιταλία έχουν χρέος που φθάνει το 200% και 160% του ΑΕΠ τους, αντίστοιχα, η μετάβαση σε μια πιο συντηρητική νομισματική πολιτική θα πρέπει να γίνει βαθμιαία και όχι επιθετικά. Βέβαια, η ίδια η Λαγκάρντ επανήλθε στο θέμα τη Δευτέρα, ξεκαθαρίζοντας ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου πως όντως η μετάβαση αυτή θα είναι βαθμιαία.
Αντικρουόμενοι στόχοι: έλεγχος πληθωρισμού και ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης
Η ΕΚΤ καλείται, ουσιαστικά, να θέσει υπό έλεγχο τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη που έφθασε το Δεκέμβριο στο ιστορικό υψηλό του 5,1% τον Ιανουάριο χωρίς να επηρεαστούν οι ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης για τις κυβερνήσεις.
Αλλά η Λαγκάρντ και τα υπόλοιπα μέλη του διοικητικού συμβουλίου έχουν τονίσει πως πρώτα θα τερματιστούν οι καθαρές τοποθετήσεις σε ομόλογα στο έκτακτο πρόγραμμα ΡΕΡΡ και μετά στο μόνιμο ΑΡΡ για να προχωρήσουν σε αύξηση των επιτοκίων. Έχουν ναι μεν αφήσει το παράθυρο ανοικτό ιδιαίτερα για την Ελλάδα, τη μοναδική χώρα-μέλος χωρίς επενδυτική βαθμίδα, με τη διατήρηση μιας ευελιξίας στο ΡΕΡΡΡ, πλην όμως ένας ταχύτερος τερματισμός των καθαρών τοποθετήσεων γενικά σε τίτλους χρέους της Ευρωζώνης μπορεί να σημάνει συναγερμό.
Η άνοδος του κόστους δανεισμού διατηρεί σε εγρήγορση τους επενδυτές
«Πιστεύω πως εάν η ΕΚΤ σπεύσει σε έναν τερματισμό των τοποθετήσεων της τότε θα υπάρξουν αλυσιδωτές αντιδράσεις στις αγορές», τόνισε στους Financial Times ο Τζέιμς Άθεϊ, διαχειριστής χαρτοφυλακίων στην Aberdeen Standard Investments. Σε αυτή τη φάση, βέβαια, δεν παρατηρούνται έντονες ανοδικές τάσεις όπως είχε συμβεί προ δεκαετίας με την κρίση δημοσίου χρέους στην Ευρωζώνη.
Όμως, η επιτάχυνση του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη οδήγησε έναν μήνα πριν το 10ετές κόστος δανεισμού της γερμανικής οικονομίας σε θετικό πρόσημο για πρώτη φορά από τον Μάιο του 2019. Η απόδοση του 10ετούς ελληνικού ομολόγου έχει αναρριχηθεί από το 1,83% την περασμένη Παρασκευή, μια ημέρα μετά τη συνεδρίαση της ΕΚΤ, στο 2,42% αυτήν την Τετάρτη, καταγράφοντας μάλιστα άνοδο 93 μονάδων βάσης μέσα σε ένα μήνα. Παράλληλα, η απόδοση του 10ετούς ιταλικού ομολόγου έχει αναρριχηθεί από το 1,4% στο 1,81%, με μηνιαία άνοδο 50 μονάδων βάσης.
Οι συνθήκες αυτές στις αγορές δημοσίου χρέους, οι οποίες αφορούν όλον τον κόσμο σε μια περίοδο που ο υψηλός πληθωρισμός είναι παγκόσμιο φαινόμενο, δεν ωφελούν χώρες όπως η Ελλάδα που καλούνται να εξορθολογήσουν κάποια στιγμή τη δημοσιονομική πολιτική τους. Αυτή είναι η ανησυχία που εξέφρασε και το ΔΝΤ.
«Ο τερματισμός των καθαρών τοποθετήσεων σε ομόλογα από την ΕΚΤ και η αύξηση των επιτοκίων αυξάνουν τον κίνδυνο ατυχημάτων στις αγορές, ιδιαίτερα επειδή το δημόσιο χρέος αυξήθηκε μετά την πανδημία και επίσης λόγω της μείωσης των μέτρων στήριξης ταυτόχρονα και από άλλες κεντρικές τράπεζες», εξηγεί ο Χουακίμ Φελς, σύμβουλος για την παγκόσμια οικονομία στον όμιλο της Pimco. Για μια ακόμη φορά, οι κεντρικές τράπεζες καλούνται να επιδείξουν ικανότητας ταχυδακτυλουργού.
Πηγη: Powergame.gr