Η κρίση στις τιμές των ειδών διατροφής ευρείας κατανάλωσης είναι εδώ. Μετά την κρίση που προκάλεσε η έκρηξη των τιμών στα καύσιμα και στην ηλεκτρική ενέργεια, ήλθε η ανεξέλεγκτη αύξηση στις τιμές βασικών τροφίμων που πλήττει δυσανάλογα τα φτωχότερα νοικοκυριά. Οι τιμές των ειδών διατροφής τον Απρίλιο εμφανίζουν «ανησυχητική αύξηση» σε διψήφια ποσοστά, ενώ δαπάνες για στέγαση ξεπέρασαν το 35%.
Η πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού, όπως και τα μέτρα για την συγκράτηση των τιμών ενέργειας είναι προς την «σωστή κατεύθυνση αλλά είναι ανεπαρκή».
Τα τελευταία στοιχεία για τις τιμές και τα σχόλια για τις αμοιβές και τις παρεμβάσεις της κυβέρνησης, καταγράφονται στην ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για την οικονομία και την απασχόληση το 2022 που θα παρουσιασθεί την ερχόμενη Δευτέρα.
Τα μηνύματα που εκπέμπει η έκθεση είναι ανησυχητικά, ιδιαιτέρως για τα φτωχότερα νοικοκυριά που είναι και ο «ασθενέστερος κρίκος της κοινωνικής αλυσίδας».
«Η ενεργειακή κρίση, οι διαταραχές στις εφοδιαστικές αλυσίδες αλλά και η έντονη κερδοσκοπία οδηγούν σε μια διαρκή αύξηση των τιμών υπονομεύοντας την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών», σημειώνει η έκθεση.
Τα τελευταία στοιχεία είναι ενδεικτικά καθώς πλέον η κρίση έχει περάσει και στα βασικά είδη διατροφής.
Οι δαπάνες για στέγαση εμφανίζουν ραγδαία ανοδική τάση αγγίζοντας τον Μάρτιο του 2022 το 30% σε σχέση με τον Μάρτιο του 2021, όταν τον Φεβρουάριο η αντίστοιχη ετήσια αύξηση ήταν της τάξης του 25,4% Τον Απρίλιο η αύξηση ήταν ακόμα μεγαλύτερη ξεπερνώντας το 35%.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι τον Απρίλιο ο πληθωρισμός παρουσιάζει ανησυχητική διψήφια αύξηση στην κατηγορία των ειδών διατροφής και μη αλκοολούχων ποτών. Ο σχετικός δείκτης αυξήθηκε 10,9% σε σχέση με τον ίδιο μήνα του προηγούμενου έτους, με την αύξηση να προέρχεται κυρίως από τα έλαια και λίπη (22%), το κρέας (14,1%), τα λαχανικά (13,8%) και τα γαλακτοκομικά (11,7%), ενώ σε επιμέρους κατηγορίες, όπως τα πουλερικά και το ελαιόλαδο, η αύξηση ξεπερνά το 20%.
Συνολικά ο πληθωρισμός του Απριλίου 2022 κατέγραψε την υψηλότερη τιμή των τελευταίων 27 ετών, καθώς ήταν ίσος με 10,2% έναντι του Απριλίου του 2021.
Το ηλεκτρικό ρεύμα
Σύμφωνα με την έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας, το μέγεθος και η ένταση της αύξησης των τιμών διατροφής θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε περιορισμό της κατανάλωσης. Ωστόσο, η εξέλιξη αυτή θα πλήξει δυσανάλογα τα φτωχότερα νοικοκυριά, που απειλούνται με ποσοτική και ποιοτική υποβάθμιση της διατροφής και του βιοτικού επιπέδου τους.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η εξέλιξη της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος, το οποίο αποτελεί μια κατεξοχήν ανελαστική δαπάνη και συνεπώς απορροφά μεγάλο μέρος του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών.
Τον Απρίλιο η Ελλάδα είχε την ακριβότερη τιμή ρεύματος σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση με 248,35 ευρώ ανά MWh ελαφρώς υψηλότερη από αυτή της Ιταλίας (247,19 ευρώ ανά MWh) και της Μάλτας (239,57 ευρώ ανά MWh), ενώ μεγάλη είναι η διαφορά σε σχέση με την τιμή σε άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Για παράδειγμα, στην Ισπανία η τιμή του ρεύματος ήταν 191,69 ευρώ ανά MWh και στην Πορτογαλία 192,2 ευρώ ανά MWh.
Ακρίβεια και ΑΕΠ
Κατά τους συντάκτες της έκθεσης όλα τα στοιχεία συνηγορούν στο γεγονός ότι η κατανάλωση – που αποτελεί το σημαντικότερο προσδιοριστικό μέγεθος του ΑΕΠ – θα επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη και θα επιβραδύνει την εξέλιξή της εντός του 2022. Αυτό βεβαίως υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξει ουσιαστική αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος και της απασχόλησης.
Η έκθεση εκτιμά ότι ως «σωστή αλλά ανεπαρκή» την πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού και τις παρεμβάσεις για τη συγκράτηση της τιμής της ενέργειας και σημειώνει ότι «οι αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων εξακολουθούν να συμπιέζουν την κατανάλωση και να υποβαθμίζουν το βιοτικό επίπεδο μεγάλου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας».
Και προσθέτει: «η ενεργειακή κρίση σε συνδυασμό με κερδοσκοπικές πρακτικές στην αγορά της ενέργειας οδηγούν σε διαρκή αύξηση των τιμών της ενέργειας πλήττοντας με δραματικό τρόπο το διαθέσιμο εισόδημα των μισθωτών. Εκτός όμως από αυτό το μακροοικονομικό αποτέλεσμα, η ακρίβεια θα προκαλέσει και αύξηση της ανισότητας, αφού η απώλεια αγοραστικής δύναμης είναι υψηλότερη στα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα».