Συνέχιση των πιέσεων στα κρατικά ομόλογα αναμένει η Goldman Sachs στο υπόλοιπο του έτους, με το sell off να εντείνεται λόγω της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής και της επιδείνωσης των χρηματοοικονομικών συνθηκών.
Οι παγκόσμιες αγορές ομολόγων παραμένουν υπό ισχυρή πίεση και αυτό είναι εν μέρει το αποτέλεσμα της περαιτέρω τιμολόγησης της αγοράς για περισσότερες αυξήσεις επιτοκίων σε πολλές περιοχές και εν μέρει της αναδιάταξης των ασφαλίστρων κινδύνου ομολόγων, όπως σημειώνει η Goldman Sachs. Αυτές οι αλλαγές συνοδεύτηκαν επίσης από τη σύσφιξη των ευρύτερων χρηματοοικονομικών συνθηκών, με σημαντικά sell off στην αγορά μετοχών και διεύρυνση των πιστωτικών spreads.
Με βάση τις τελευταίες εξελίξεις, η Goldman Sachs αναθεωρεί τις προβλέψεις της για τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων, ενώ σημειώνει ότι οι κίνδυνοι για τις προβλέψεις της, τους οποίους προηγουμένως είχε χαρακτηρίσει ως ανοδικούς, είναι πιο συμμετρικοί. ‘Έτσι για το σύνολο του 2022 αναμένει ότι η απόδοση του 10ετούς ομολόγου των ΗΠΑ θα αυξηθεί στο 3,3% (από 2,7% που προέβλεπε προηγουμένως), η απόδοση του 10ετούς γερμανικού ομολόγου τοποθετείται πλέον στο 1,25% (από 0,75%) και του 10ετούς βρετανικού ομολόγου στο 2,25% (από 1,95%).
Ενώ κάθε αγορά ομολόγων του G10 έχει τις δικές της ιδιορρυθμίες, υπάρχουν ορισμένα κοινά στοιχεία. Το μεγαλύτερο από αυτά είναι ο πληθωρισμός. Για την πλειονότητα αυτών των οικονομιών, ο πληθωρισμός έχει εκπλήξει σε γενικές γραμμές ανοδικά και είναι πολύ πάνω από τους στόχους των κεντρικών τραπεζών. Ενώ σε πολλές από αυτές τις περιοχές οι οικονομολόγοι της Goldman Sachs πιστεύουν ότι ο πληθωρισμός έχει κορυφωθεί (ή θα κορυφωθεί) βάση, και σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, αναμένει σημαντική επιβράδυνση της ανάπτυξης, από άποψη επιπέδου ο πληθωρισμός παραμένει αρκετά πάνω από τον στόχο οδηγώντας σε συνέχιση των αυξήσεων των επιτοκίων. Ωστόσο, με τις αγορές σε πολλές περιπτώσεις να τιμολογούν ήδη τα υψηλότερα επιτόκια πολιτικής, οι αποδόσεις μπορούν να συνεχίσουν να κινούνται υψηλότερα, αλλά όχι απαραίτητα πολύ περισσότερο από ό,τι υποδηλώνουν οι προθεσμιακές τιμές.
Εκτός από τον πληθωρισμό και τις επιπτώσεις του στην εγχώρια νομισματική πολιτική, ένας άλλος παράγοντας που θα μπορούσε να παίξει ρόλο είναι η κατάσταση στην Ευρωζώνη και την Ιαπωνία. Η πολιτική αρνητικών επιτοκίων (NIRP) που ακολούθησαν οι κεντρικές τράπεζες και στις δύο αυτές περιοχές, μαζί με τα επίμονα χαμηλά επίπεδα πληθωρισμού την τελευταία δεκαετία, είχαν οδηγήσει σε χαμηλές (και σε πολλές περιπτώσεις, αρνητικές) ονομαστικές αποδόσεις και σε αναζήτηση απόδοσης εκτός των συνόρων. Με τη ζώνη του ευρώ να είναι έτοιμη να βγει από το NIRP και τον κίνδυνο η Ιαπωνία να κάνει κάποια στιγμή αλλαγές στην πολιτική ελέγχου της καμπύλης αποδόσεων, ορισμένοι παράγοντες που κράτησαν τις αποδόσεις των παγκόσμιων ομολόγων χαμηλότερα έχουν αντιστραφεί και θα μπορούσαν να αυξηθούν, όπως επισημαίνει η Goldman Sachs.
Ειδικά για την Ευρωζώνη, η Goldman Sachs αναφέρει πως οι μεταβολές των προβλέψεών της αντανακλούν σε μεγάλο βαθμό τη σημαντική ανατιμολόγηση του κινδύνου πληθωρισμού και την αντίστοιχη αλλαγή στις προοπτικές πολιτικής. Η αλλαγή στην επικοινωνία της ΕΚΤ είναι ιδιαίτερα σημαντική. Μετά το σχετικά ευνοϊκό σύνολο προβλέψεων της ΕΚΤ που δημοσιεύθηκαν στη συνεδρίαση του Μαρτίου, το Δ.Σ έχει υιοθετήσει έναν πιο ανησυχητικό τόνο σχετικά με τις επιπτώσεις του στον πληθωρισμού. Αυτό κορυφώθηκε τις τελευταίες εβδομάδες, με τη μεγάλη πλειοψηφία των αξιωματούχων να δείχνει προς μια αύξηση των επιτοκίων τον Ιούλιο. Η ΕΚΤ σηματοδότησε έτσι περαιτέρω την ισχυρή αποφασιστικότητα να εξομαλύνει γρήγορα την πολιτική της, παρά τις ενδείξεις επιβράδυνσης της δραστηριότητας και την αξιοσημείωτη διεύρυνση των spreads, με την αγορά να τιμολογεί ακόμα και 3-4 αυξήσεις επιτοκίων στο υπόλοιπο του έτους.
Οι κίνδυνοι στην ανάπτυξη από τις ενεργειακές επιπτώσεις της σύγκρουσης στην Ουκρανία, παράλληλα με τον κίνδυνο κατακερματισμού, θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντίθετους ανέμους για μια σημαντική επέκταση του sell off στα 10ετή γερμανικά ομόλογα, όπως τονίζει η Goldman Sachs, με την απόδοσή του να αγγίζει το 1,25% έως το τέλος του 2022.