Επισπεύδεται η «έξοδος» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από την εξαιρετικά χαλαρή νομισματική πολιτική που εφαρμόστηκε μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, καθώς μετά τις δηλώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ, οι αναλυτές στην πλειονότητά τους εκτιμούν ότι η λήξη του προγράμματος αγοράς ομολόγων και η πρώτη αύξηση επιτοκίου, θα πραγματοποιηθούν φέτος.
Πλέον, το βασικό σενάριο των αναλυτών προβλέπει ότι το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων θα πάψει να βρίσκεται σε αρνητικό έδαφος (-0,50%) και θα επιστρέψει στο 0% στο τέλος του 2022. Είναι ένα μέτρο που εφαρμόστηκε για να αποτρέψει τις τράπεζες από το να «παρκάρουν» την περισσευούμενη ρευστότητα, με στόχο να αυξηθούν οι χορηγήσεις δανείων στην πραγματική οικονομία.
Όμως, το βασικό επιτόκιο, βάσει του οποίου διενεργούνται οι πράξεις αναχρηματοδότησης και είναι αυτό που φτάνει στον τελικό δανειολήπτη, αναμένεται να αυξηθεί από 0% σήμερα στο 1,25% το 2025 με τις αυξήσεις να γίνονται κάθε εξάμηνο, αρχής γενομένης από τους πρώτους μήνες ή τον Ιούνιο του 2023.
Οι προβλέψεις της Goldman Sachs
Στον απόηχο των δηλώσεων της Κρ. Λαγκάρντ, οι αναλυτές της Goldman Sachs προχώρησαν εκ νέου στον σχεδιασμό της πορείας που θα ακολουθήσει η ΕΚΤ, υπό το βάρος του υψηλότερου πληθωρισμού. Προβλέπουν πλέον ότι η έξοδος από τα μέτρα στήριξης της οικονομίας θα είναι σημαντικά ταχύτερη από τις αρχικές εκτιμήσεις.
«Πρώτον, αναβαθμίσαμε σημαντικά την πρόβλεψη για τον πληθωρισμό και η πρόεδρος Λαγκάρντ άφησε να εννοηθεί ότι οι προβλέψεις της ΕΚΤ θα αναβαθμιστούν και αυτές σημαντικά στη συνεδρίαση του Μαρτίου. Δεύτερον, τα πρόσφατα στοιχεία για την αγορά εργασίας δείχνουν πολύ ραγδαία πρόοδο στο β’ εξάμηνο του 2021 και διατηρούμε την εκτίμηση για ισχυρή ανάπτυξη στην Ευρωζώνη φέτος. Τρίτον, η συνεδρίαση της Πέμπτης έδειξε ότι το διοικητικό συμβούλιο δεν θα ανεχτεί τον υψηλό πληθωρισμό για πολύ», σημειώνουν οι αναλυτές της Goldman Sachs, Soren Radde και Sven Jari Stehn.
Με βάση τα νέα δεδομένα, η GS αναμένει ότι το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ θα αποφασίσει τον Μάρτιο την ολοκλήρωση του προγράμματος αγοράς ομολόγων APP, τον Ιούνιο. Θα ακολουθήσουν δύο αυξήσεις του επιτοκίου αποδοχής καταθέσεων κατά 0,25 ποσοστιαίες μονάδες. Η πρώτη θα γίνει τον Σεπτέμβριο και η δεύτερη τον Δεκέμβριο του 2022, οδηγώντας το επιτόκιο στο 0% στο τέλος του έτους.
Η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής θα διακοπεί για λίγους μήνες, μέχρι τον Ιούνιο του 2023 καθώς ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει στις αρχές του έτους. Από τον Ιούνιο του 2023 και μετά εκτιμάται ότι θα δούμε αυξήσεις επιτοκίων κάθε έξι μήνες για να ανέλθει το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ στο 1,25% τον Ιούνιο του 2025.
Στην περίπτωση δε, που η πτώση στις τιμές των αγαθών είναι ταχύτερη από τις σημερινές εκτιμήσεις, στο β’ εξάμηνο του 2022, τότε η αύξηση του βασικού επιτοκίου μπορεί να αναβληθεί για τα τέλη του 2023. Η Goldman Sachs επισημαίνει ότι συνεχίζουν να υπάρχουν μεγάλες αβεβαιότητες σχετικά με την πορεία «εξόδου» της ΕΚΤ, ενώ είναι πιθανότερο να γίνει αργότερα η πρώτη αύξηση παρά νωρίτερα.
Προειδοποιεί, τέλος, ότι η πρόωρη απόσυρση των μέτρων στήριξης θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντική επιδείνωση των χρηματοδοτικών συνθηκών στην Ευρωζώνη. «Ενώ πιστεύουμε ότι η ΕΚΤ προτίθεται να προχωρήσει σε σύσφιξη των χρηματοδοτικών συνθηκών μέσω της risk-free καμπύλης, η πρόωρη απόσυρση των αγορών ομολόγων είναι πιθανό να πυροδοτήσει τη διεύρυνση των spreads των κρατικών ομολόγων των χωρών-μελών. Αν επιβεβαιωθούν αυτοί οι κίνδυνοι, η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής μπορεί να πάει για αργότερα το 2023», καταλήγει.