ΓΕΚ Τέρνα, Μυτιληναίος, Ελλάκτωρ στις 100 κορυφαίες εταιρείες στον κόσμο

Οι 100 μεγαλύτερες κατασκευαστικές εταιρείες παγκοσμίως σημείωσαν το 2020 έσοδα άνω των 1,511 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, μια αύξηση 3,7% σε σχέση με το προηγούμενο έτος σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Deloitte, Global Powers of Constructionς

Οι 100 μεγαλύτερες κατασκευαστικές εταιρείες παγκοσμίως σημείωσαν το 2020 έσοδα άνω των 1,511 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, μια αύξηση 3,7% σε σχέση με το προηγούμενο έτος σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Deloitte, Global Powers of Constructionς.

 

 

«Η φετινή ανάλυση είναι εμφανώς επηρεασμένη από την πανδημία του COVID-19 και απομένει να εκτιμηθεί το πώς θα επηρεάσει τις μακροπρόθεσμες προτεραιότητες των δαπανών», δηλώνει ο Javier Parada, Επικεφαλής του τμήματος Engineering & Construction της Deloitte Global. «Η πανδημία έχει επηρεάσει τις προοπτικές ανάπτυξης για τα επόμενα χρόνια, καθώς η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών σε ορισμένες χώρες και κατά συνέπεια οι δυνατότητες επενδύσεων σε υποδομές διακινδυνεύουν λόγω του υψηλότερου χρέους που προκάλεσε η αύξηση των δημόσιων δαπανών για τον μετριασμό της κρίσης. Ωστόσο, η τρέχουσα κρίση θα πρέπει να έχει περιορισμένη επίδραση στις μακροπρόθεσμες μεγάλες προοπτικές που θα ωθήσουν την ανάπτυξη του κλάδου τα επόμενα χρόνια».

Οι μεγαλύτερες εταιρείες ανά γεωγραφική εποχή

Ανά γεωγραφική περιοχή οι μεγαλύτερες εταιρείες, με βάση τα έσοδα, εδρεύουν στην Κίνα, την Ευρώπη (κυρίως στη Γαλλία και την Ισπανία), την Ιαπωνία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Νότια Κορέα.

Οι εταιρείες αυτές αντιπροσωπεύουν το 48%, το 22%, το 13%, το 8% και το 5% των συνολικών πωλήσεων, αντίστοιχα.

Ωστόσο, υπάρχει μία μόνο κινέζικη εταιρεία στις Top 10 που κατατάσσεται με βάση την κεφαλαιοποίησή της και δύο κινέζικες εταιρείες στο Top 10 που κατατάσσονται με βάση τις διεθνείς πωλήσεις.

Ανάμεσα στις Top 100 εταιρείες – ελάχιστα λιγότερο από τις μισές εταιρείες – κατέγραψαν αύξηση των πωλήσεων σε δολάρια και 18 πέτυχαν διψήφιες αυξήσεις. Αντίθετα, 25 εταιρείες κατέγραψαν συρρίκνωση εσόδων άνω του 10%.

Λόγω της αβεβαιότητας που επέφερε η πανδημία του COVID-19, η συνολική κεφαλαιοποίηση της αγοράς μειώθηκε κατά 6,9% ανάμεσα στις Top 100 εταιρείες, με τις χρηματιστηριακές επιδόσεις τους να ποικίλουν ανά γεωγραφική περιοχή.

Σημαντική ανάπτυξη υπήρξε στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Νότια Κορέα, ενώ αντίθετα Κινέζικοι και Ιαπωνικοί Όμιλοι παρουσίασαν διψήφια μείωση , με τους ευρωπαϊκούς ομίλους να καταγράφουν μείωση κατά 6,2%. Ωστόσο, οι τιμές της αγοράς έχουν γενικά ανακάμψει από τις 31 Μαρτίου 2020, όταν και επιβλήθηκαν περιορισμοί στις μετακινήσεις σε πολλές χώρες.

Οι τρεις προκλήσεις του κατασκευαστικού κλάδου

Το γεγονός ότι η ανάκαμψη από την πανδημία είναι άνιση, με ορισμένες χώρες να αντιμετωπίζουν ακόμη αναστάτωση και περιορισμούς, ενώ άλλες να επιστρέφουν σε «κανονική» οικονομική δραστηριότητα λόγω των εκστρατειών εμβολιασμού, κάνει στρατηγικές επιλογές, όπως την διεθνοποίηση, ακόμα πιο προκλητικές. Ως εκ τούτου, οι προοπτικές για τον κατασκευαστικό κλάδο θα πρέπει να ληφθούν σε περιφερειακή βάση.

Παρόλο που η οικοδομική δραστηριότητα συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια των περιορισμών κυκλοφορίας σε πολλές περιοχές, η κρίση πιθανότατα θα επηρεάσει τα δημόσια οικονομικά και την ικανότητα προσέλκυσης ιδιωτικών επενδύσεων σε έργα υποδομής.

Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της πανδημίας στις μεγάλες τάσεις στις οποίες στηρίζει ο κατασκευαστικός κλάδος τις αναπτυξιακές προοπτικές του θα μπορούσαν επίσης να είναι σημαντικές, εάν συνυπολογιστούν και οι παρακάτω εξελίξεις :

Πληθυσμιακή ανάπτυξη. Ενώ η πανδημία του COVID-19 δεν έχει επηρεάσει σημαντικά τις μεγάλες δημογραφικές τάσεις, θα μπορούσε να υπάρξει σημαντική επίδραση από την εξ αποστάσεως εργασία, περιορίζοντας ενδεχομένως την τάση προς μεγαλύτερη αστικοποίηση και συγκέντρωση του πληθυσμού.

Κλιματική αλλαγή. Η πανδημία έχει επιταχύνει τη διαδικασία μείωσης του άνθρακα στην οικονομία, καθώς διάφορες χώρες και εταιρείες δημοσιεύουν επιθετικούς στόχους μηδενικών εκπομπών άνθρακα, αλλά και επενδυτές επικεντρώνονται όλο και περισσότερο στη βιωσιμότητα και τη συμμόρφωση με τους στόχους ανάπτυξης της βιωσιμότητας, οι οποίοι μπορεί να επηρεάσουν θετικά τις επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την ενεργειακή απόδοση των υποδομών.

Τεχνολογία και ψηφιακός μετασχηματισμός. Η πρόοδος που σημειώθηκε στον ψηφιακό μετασχηματισμό των εταιρειών και της κοινωνίας το προηγούμενο έτος ισοδυναμεί με την πρόοδο που θα πραγματοποιείτο σε πέντε χρόνια με ρυθμούς προ-πανδημίας. Αυτή η διαδικασία αναμένεται να επιταχυνθεί τα επόμενα χρόνια και να πυροδοτήσει τη δημιουργία σημαντικών ευκαιριών για τον κλάδο σε σχέση με επενδύσεις σε υποδομές που απαιτούνται για την κάλυψη της αυξανόμενης ζήτησης.

Ευνοϊκό το 2020 για τον κατασκευαστικό κλάδο

Σε σύγκριση με άλλους κλάδους που επηρεάστηκαν από την πανδημία, το 2020 ήταν μια ευνοϊκή χρονιά για τον κατασκευαστικό κλάδο, δεδομένου ότι ο όγκος της παγκόσμιας κατασκευαστικής παραγωγής μειώθηκε μόνο κατά 2%, κάτω από τα επίπεδα συρρίκνωσης που υπέστη η παγκόσμια οικονομία.

Καθώς ο κόσμος ανακάμπτει από τον COVID-19, η παγκόσμια κατασκευαστική αγορά θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με ταχύτερο ρυθμό από ό,τι η συνολική οικονομία, με τις εταιρείες του κλάδου να επικεντρώνονται στην καινοτομία, την εφαρμογή νέων τεχνολογιών και τη λειτουργική αποδοτικότητα που, σε συνδυασμό με βελτιώσεις στις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων και προσφορών, θα επιτρέψουν στις κατασκευαστικές εταιρείες να επιτύχουν βιώσιμη κερδοφορία.

Στο Top 100 ΓΕΚ Τέρνα, Μυτιληναίος και Ελλάκτωρ

Ανάμεσα στις 100 κορυφαίες κατασκευαστικές εταιρείες παγκοσμίως αναφέρονται και 3 ελληνικές εταιρίες, οι Μυτιληναίος, ΓΕΚ Τέρνα και Ελλάκτωρ. Ως προς την κατάταξη των ελληνικών εταιρειών, σύμφωνα με την έκθεση, η εταιρεία Μυτιληναίος βρίσκεται στην 82η θέση με πωλήσεις 2,17 δισ. δολάρια, η ΓΕΚ Τέρνα στην 91η θέση με πωλήσεις 1,6δισ. δολάρια και η Ελλάκτωρ στην 100η θέση με πωλήσεις 1δισ. δολάρια.

Συνολικά, οι πωλήσεις του κατασκευαστικού κλάδου στην Ελλάδα το 2020 μειώθηκαν κατά 8,7% και ανήλθαν στα 4,79 δισ. δολάρια, ενώ η συνολική κεφαλαιοποίηση του κλάδου άγγιξε τα 3,32 δισ. δολάρια, αυξημένη κατά 16,2%.