Στο πώς λειτουργούν οι ευρωπαϊκές κυρώσεις τόσο εις βάρος της Ρωσίας όσο και εις βάρος των αδύναμων πολιτών της ΕΕ, αναφέρεται το άρθρο των FT, που υποστηρίζει ότι ο οικονομικός πόλεμος χρειάζεται για να κερδηθεί ο πραγματικός στρατιωτικός πόλεμος.
Το ερώτημα που χρήζει απάντησης είναι πως οι κυρώσεις θα λειτουργήσουν με τέτοιο τρόπο ώστε να μπουν τροχοπέδη στα σχέδια του Πούτιν, χωρίς οι πολίτες αλλά και η οικονομία της ΕΕ να πληρώσουν δυνσανάλογο τίμημα.
Ο αρθρογράφος Martin Wolf επικαλείται την εργασία του Olivier Blanchard, πρώην επικεφαλής οικονομολόγο του ΔΝΤ και του Jean Pisani-Ferry που περιγράφουν τις τρεις προκλήσεις – ερωτήματα με τα οποία είναι αντιμέτωπη η ΕΕ.
Τα κρίσιμα ερωτήματα
Πρώτον, «πώς να χρησιμοποιηθούν καλύτερα οι κυρώσεις για να αποτραπεί η Ρωσία, περιορίζοντας ταυτόχρονα τις δυσμενείς επιπτώσεις για την οικονομία της ΕΕ». Δεύτερον, πώς να αντιμετωπιστούν οι μειώσεις στα πραγματικά εισοδήματα, που έρχονται ως αποτέλεσμα της αύξησης του κόστους της ενεργειακής εξάρτησης. Και τρίτον, πώς να γίνει η διαχείριση του αυξανόμενου πληθωρισμού που επιδεινώνεται από τις υψηλότερες τιμές ενέργειας και τροφίμων, αλλά είχε ξεκινήσει στην μετά – Covid».
Το πρώτο που θα πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσο οι επιβληθείσες κυρώσεις θα προκαλέσουν σημαντικό πρόβλημα στη ρωσική οικονομία. Για αυτό υπάρχουν αμφιβολίες που φαίνονται καθαρά και από το πρόσφατο σχόλιο της Rystad Energy: «Παρά τις σοβαρές περικοπές στην πετρελαϊκή παραγωγή που αναμένονται στη Ρωσία φέτος, τα φορολογικά έσοδα θα αυξηθούν σημαντικά περισσότερο από τα 180 δισ. δολάρια, λόγω της εκτίναξης των τιμών του πετρελαίου… Είναι 45% και 181% υψηλότερα απ’ όσο το 2021 και 2020 αντίστοιχα».
Ζημιά στη ρωσική οικονομία θα υπάρξει καθώς όπως προβλέπει το ΔΝΤ θα συρρικνωθεί κατά 8,5% φέτος. Ωστόσο οι υψηλότερες τιμές αντισταθμίζουν τις μειώσεις στους όγκους. Οι καταναλωτές υποφέρουν και ταυτόχρονα χρηματοδοτούν την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία. Αυτό είναι κακή πολιτική.
Απέναντι σε αυτό, αναλυτές προτείνουν άλλα μέτρα:
Πρώτον, η αδυναμία της ΕΕ έναντι της Ρωσίας αλλά και η δύναμή της είναι μεγαλύτερες στο αέριο απ’ ό,τι στο πετρέλαιο, επειδή το αέριο εξαρτάται περισσότερο από μια σταθερή δομή. Αυτό καθιστά τη διαφοροποίηση των πωλήσεων από τη Ρωσία (αλλά και τις αγορές από την ΕΕ) πιο δύσκολη.
Δεύτερον, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να μειωθούν τα έσοδα της Ρωσίας δεν είναι ένα εμπάργκο, αλλά ένας τιμωρητικός φόρος ή δασμός.
Τρίτον, η επιβολή δασμών θα δημιουργούσε έσοδα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να βοηθηθούν αυτοί που υφίστανται απώλειες πραγματικών εισοδημάτων στο σήμερα.
Τέταρτον, ένας φόρος που θα επιβληθεί από την ΕΕ μόνο στις ρωσικές εξαγωγές θα πετύχαινε περισσότερα στο αέριο παρά στο πετρέλαιο, λόγω της μεγαλύτερης δυσκολίας διαφοροποίησης των εξαγωγών αερίου.
Πέμπτον, οι εμπορικές κυρώσεις θα ήταν πιο αποτελεσματικές όσο μεγαλύτερος θα ήταν ο αριθμός των χωρών που θα συμμετείχαν.
Έκτον, μπορεί κανείς να επεκτείνει τις κυρώσεις στο πετρέλαιο βάζοντας κυρώσεις στη ναυτιλία.
Τέλος, το κόστος τέτοιων μέτρων για τη Ρωσία θα ήταν υπερπολλαπλάσιο του κόστους τους για την ΕΕ και τους συμμάχους.
Αναπόφευκτο το αυξημένο κόστος
Η επίτευξη ομοφωνίας για αποτελεσματικά μέτρα είναι δύσκολη αλλά κρίσιμης σημασίας. Ό,τι και αν γίνει επ’ αυτού, θα υπάρχει σημαντικό κόστος από τον πόλεμο για τις εύπορες εισαγωγικές χώρες: αυξημένες αμυντικές δαπάνες, μεγαλύτερες δαπάνες για ενεργειακές υποδομές, βοήθεια προς τους πρόσφυγες και ουσιαστική στήριξη για τις αναπτυσσόμενες χώρες που πλήττονται σκληρά.
Αναπόφευκτα, το κύριο πολιτικό ζήτημα θα είναι πώς να αμβλυνθεί το πλήγμα που θα δεχθούν οι εγχώριοι καταναλωτές. Πρέπει αυτό να γίνει μέσω επιδοτήσεων στην ενέργεια, μεταφοράς πληρωμών ή ελέγχου στις τιμές;
Ένα μεγάλο μέρος της απάντησης εξαρτάται από το καθεστώς κυρώσεων που θα υιοθετηθεί. Αλλά η γενική ιδέα είναι πως οι επιδοτήσεις θα τείνουν να αντισταθμίσουν τις κυρώσεις αυξάνοντας την κατανάλωση αντί να τη μειώνουν. Θα ήταν καλύτερα να αυξηθούν οι μεταφορές αγοραστικής δύναμης προς τα ευάλωτα νοικοκυριά και να δίνεται σε αυτά η δυνατότητα να αποφασίσουν το πώς θα την ξοδέψουν. Οι έλεγχοι στις τιμές πετρελαίου ήταν καταστροφή τη δεκαετία του 1970. Δεν βλέπω λόγο γιατί θα είναι καλύτεροι τώρα. Αν θέλει κανείς να περιορίσει τα τεράστια κέρδη, θα ήταν καλύτερα να τα φορολογήσει.
Ο κίνδυνος για τις οικονομίες
Οι Blanchard και Pisani-Ferry θέτουν ακόμα το ερώτημα για το πώς θα χρηματοδοτηθούν οι έκτακτες δαπάνες. Αφού ένας πόλεμος είναι μια βραχυπρόθεσμη έκτακτη ανάγκη, το επιχείρημα υπέρ του επιπλέον κρατικού δανεισμού είναι ισχυρό. Επιπλέον, στα τρέχοντα (πολύ χαμηλά ακόμα) μακροπρόθεσμα επιτόκια και με τις δυνητικές αυξήσεις του ονομαστικού ΑΕΠ (με την ώθηση του πληθωρισμού), το επιπλέον χρέος θα ήταν οικονομικά προσιτό.
Αυτό εγείρει ζήτημα νομισματικής πολιτικής. Η επίπτωση του πολέμου είναι να ενισχύει τις ανοδικές πιέσεις στις τιμές, με κίνδυνο ενός πληθωριστικού σπιράλ μισθών-τιμών, αποδυναμώνοντας ταυτόχρονα τη ζήτηση καθώς συμπιέζονται τα πραγματικά εισοδήματα. Οι Blanchard και Pisani-Ferry λένε πως οι δύο αυτές επιπτώσεις αλληλοαντισταθμίζονται.
Σε αυτή την περίπτωση, όπως υποστηρίζουν, η νομισματική πολιτική θα πρέπει να συνεχίσει στον δρόμο της σύσφιξης που άρχισε πριν τη ρωσική εισβολή. Αλλά προτείνουν επίσης ότι τα δημοσιονομικά μέτρα μπορεί να είναι στοχευμένα προς τη μείωση του πληθωρισμού τιμών, μειώνοντας έτσι τους κινδύνους του σπιράλ μισθών-τιμών. Λένε επίσης πως τέτοια δημοσιονομικά μέτρα θα μπορούσαν να μπουν στη διαδικασία διαπραγμάτευσης μισθών άμεσα. Αυτό θα μπορούσε να είναι αποτελεσματικό στη Βόρεια Ευρώπη.