Quantcast

Εξαγωγές: Σημαντικές πιέσεις σε φρούτα και λαχανικά φέρνει ο πόλεμος στην Ουκρανία

Οι εξαγωγές των ελληνικών φρούτων και λαχανικών το 2021 έφτασαν τους 32.078 τόνους αξίας 17,609 εκ ευρώ

Τον κώδωνα του κινδύνου για τις σημαντικές επιπτώσεις που θα έχει ο τομέας των φρούτων και λαχανικών από την παύση των εξαγωγών στην Ουκρανία, κρούει ο Σύνδεσμος  Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής Διακίνησης Φρούτων Λαχανικών και Χυμών – Incofruit Hellas.

Όπως επισημαίνει ο ειδικός σύμβουλος του Συνδέσμου μετά την έναρξη του πολέμου σταμάτησαν οι εξαγωγές ελληνικών οπωροκηπευτικών προς την Ουκρανία: «Δεν εξάγουμε κατ’ ευθεία στη Ρωσία φρούτα και λαχανικά λόγω του εμπάργκο που έχει επιβάλλει στα κοινοτικά φρούτα και λαχανικά και άλλα τρόφιμα από τον Αύγουστο του 2014. Σε κοντινές χώρες όπως η Ρουμανία και η Πολωνία, οι εμπορικές σχέσεις είναι σχετικά ομαλές χωρίς να εμφανίζονται δυσκολίες, τουλάχιστον προς το παρόν. Αυτή τη στιγμή, οι αγορές στην Ουκρανία και όλες οι προγραμματισμένες αποστολές στη χώρα έχουν μπλοκαριστεί. Λόγω του κινδύνου εισόδου σε μια χώρα σε πόλεμο, οι μεταφορείς που είχαν φύγει στο παρελθόν έχουν πλέον γυρίσει πίσω».

Να σημειωθεί ότι αύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων που επεξεργάστηκε ο Σύνδεσμος Εξαγωγέων, οι εξαγωγές των ελληνικών φρούτων και λαχανικών το 2021 έφτασαν τους 32.078 τόνους αξίας 17,609 εκ ευρώ. Παράλληλα, οι εξαγωγές νωπών φρούτων και λαχανικών την τελευταία τριετία κατά μέσο όρο στην Ουκρανία, Λευκορωσία και εμμέσως προς την Ρωσία ανέρχονται κατ’ εκτίμηση  σε 115.000 τόνους (59.000 τόνοι προς την Ουκρανία, 16.000 τονοι προς Λευκορωσία και 40.000 τόνοι προς Ρωσία) και οι εξαγόμενοι χυμοί και κομπόστες σε πρώτη ύλη καρπού έφτασαν τους 40.000 τόνους (εκτιμώμενη αξία 160 έως 200 εκατ.ευρώ)

Όσον αφορά την ΕΕ, οι κοινοτικές εξαγωγές νωπών φρούτων και λαχανικών στην Ουκρανία το 2021 ανήλθαν σε 346.076 τόνους αξίας 181,8 εκατ. ευρώ και οι εισαγωγές στην Λευκορωσία σε 400 χιλ τόνους. «Αυτές όλες οι ποσότητες θα επαναπροσανατολίσουν τον προορισμό τους προς τις ευρωπαϊκές αγορές όπου η υπερπροσφορά θα μειώσει τις τιμές πωλήσεις σε χαμηλότερες τιμές από το κόστος παραγωγής, συσκευασίας και μεταφορών που ίσως να μην συμφέρει η συγκομιδή τους», σημειώνει ο κ. Γ. Πολυχρονάκης, υπογραμμίζοντας ότι το ρωσικό εμπάργκο ήταν σημαντική απώλεια της πρώτης εκτός ΕΕ αγοράς για τον ελληνικό τομέα οπωροκηπευτικών. «Το 2013, πριν από το εμπάργκο οι εισαγωγές ελληνικών φρούτων και λαχανικών στη Ρωσία ανήλθαν συνολικά σε 140.961 τόνους, και αξίας 164,481 εκατ. ευρώ καλύπτοντας ευρύ φάσμα προϊόντων».

Οι εξαγωγείς προτείνουν

Στο μεταξύ, σύσκεψη πραγματοποίησαν οι εξαγωγείς με τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Κ. Γιώργο Γεωργαντά, όπου και πρότειναν μέτρα για την αντιμετώπιση των διαταραχών στις αγορές μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Οι προτάσεις αυτές είναι οι εξής:

1)  Η υποστήριξη του προγράμματος ανθεκτικότητας του προέδρου Μακρόν με ενίσχυση της αντοχής του αγροδιατροφικού τομέα και της αύξησης της παραγωγής στις κρίσεις,

2)  Δημιουργία ενιαίου Ταμείου (κατά το πρότυπο του ενιαίου ταμείου ενέργειας) που θα παρέχει στήριξη στους ευρωπαίους παραγωγούς γεωργικών προϊόντων και τις επιχειρήσεις απέναντι στις αυξήσεις κόστους (εισροών) λόγω του κόστους των λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων και ζωοτροφών αλλά και τυποποίησης-συσκευασίας, υλικών συσκευασίας, μεταποίησης και μεταφορικών κόστος που θα είναι μικρότερο των τιμών πώλησης που θα διαμορφωθούν από την υπερπροσφορά και την υποκατανάλωση και χρειάζεται ελάφρυνσή του για να μπορεί να προσαρμοσθεί στις διαμορφωμένες τιμές λιανικής πώλησης

3)  Παράλληλη ενεργοποίηση των προβλεπόμενων πολιτικών της ΚΟΑ οπωροκηπευτικών για αντιμετώπιση των κρίσεων στην αγορά για την αποσυμφόρηση της προσφοράς στην λιανική πώληση των νωπών οπωροκηπευτικών

4)  Επανεξέταση του καθεστώτος εισαγωγών με εντατικοποίηση των ελέγχων από τρίτες χώρες στην ΕΕ

5)  Επίσπευση προκήρυξης και γρήγορης αξιολόγησης του μέτρου 4.2.1 προκειμένου να εκσυγχρονισθεί ο μηχανολογικός εξοπλισμός των συσκευαστηρίων – τυποποιητηρίων, ψυκτικών και αποθηκευτικών εγκαταστάσεων αλλά και μεταποιητικών επιχειρήσεων και να βελτιωθεί το κόστος τους καθιστώντας τις πιο ανταγωνιστικές.