Quantcast

Eurostat: Ο πληθωρισμός «βουλιάζει» την οικονομία – Στα πρόθυρα νέα κρίσης η ευρωζώνη

Στο 10,4% ο πληθωρισμός στη Γερμανία, ρεκόρ μετά τον Β' Παγκόσμιο - Στην Ελλάδα έσπασε το ψυχολογικό φράγμα του 10%, πέφτοντας στο 9,8% - Προάγγελος για νέα αύξηση επιτοκίων από 0,50% έως 0,75%, αλλά και φόβοι για ύφεση

Κρίση χρέους, πανδημία, ενεργειακή κρίση, πόλεμος… Για περισσότερα από 14 χρόνια, οι οικονομίες βάλλονται από κάθε πλευρά και δοκιμάζονται με κάθε τρόπο. Η απανωτές κρίσεις, με αποκορύφωμα τον σημερινό συνδυασμό πανδημίας, ακρίβειας-ενέργειας και πολέμου, έχουν προκαλέσει ένα εκρηκτικό μείγμα στη Γηραιά Ήπειρο και ιδιαίτερα στην ευρωζώνη, η οποία αναζητά λύσεις σε μία σειρά θεμάτων, έχοντας ως βασικό αντίπαλο τον… ίδιο της τον εαυτό και την αναβλητικότητα των κέντρων αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η τελευταία έκθεση της Eurostat δεν αφήνει, πλέον, περιθώρια για αμφισβήτηση. Η ευρωπαϊκή οικονομία εισέρχεται σε μία νέα περίοδο κρίσης, με τις πληγές από τα προηγούμενα χτυππήματα να είναι ακόμα ανοιχτές. Οι κυρώσεις στη Ρωσία μπορεί να ήταν επιβεβλημένες, μετά την εισβολή στην Ουκρανία, αλλά οι Βρυξέλλες στο γενικότερο πλαίσιο και οι κυβερνήσεις στο ειδικότερο, πιάστηκαν για μία ακόμη φορά απροετοίμαστες.

Η ακρίβεια στην ενέργεια και το ντόμινο ανατιμήσεων που προκλήθηκε σε όλο το φάσμα των προϊόντων και των υπηρεσιών, έχουν προκαλέσει μία εκτίναξη του πληθωρισμού και της κοινωνικής πίεσης, με συνέπεια οι αναλυτές να εκφράζουν, ανοιχτά πλέον, σοβαρούς φόβους για μία νέα κρίση χρέους για τις χώρες της ευρωζώνης.

Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) να αυξήσει τα επιτόκια, ώστε να πλήξει τον πληθωρισμό, δεν φαίνεται να αποδίδει άμεσα καρπούς, την ίδια στιγμή που αυξάνει καθοριστικά το κόστος ζωής (για τα νοικοκυριά που έχουν δανειστεί και ιδιαίτερα τα στεγαστικά), αυξάνει σημαντικά το κόστος δανεισμούς των επιχειρήσεων και άρα «κόβει» τις επενδύσεις και αυξάνει σε κρίσιμο επίπεδο το εξωτερικό χρέος όλων των κρατών της ευρωζώνης, ιδιαίτερα όμως των κρατών που έχουν υψηλό ποσοστό σε σχέση με το ΑΕΠ τους, όπως είναι η Ελλάδα (και όχι μόνο βέβαια).

Ο συνδυασμός των άμεσων αποφάσεων της ΕΚΤ και η κωλυσεργεία των Βρυξελλών, που αρνούνται πεισματικά να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, έστω αποσυνδέοντας -σε αυτή τη φάση- τους κρατικούς προϋπολογισμούς από το ποσοστό χρέους έναντι του ΑΕΠ, δείχνει να ενεργοποιεί το -κακό- σενάριο που φοβόντουσαν οι οικονομολόγοι: Η αύξηση των επιτοκίων να παρασύρει την ευρωπαϊκή οικονομία, σε μία νέα κρίση χρέους και ύφεση.

Η έκθεση της Eurostat

Όπως αναφέρει η DW, σύμφωνα με τα νέα στοιχεία της Eurostat για τον Οκτώβριο, τα οποία έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα, ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη συνολικά αγγίζει πλέον το 10,7%. Πρόκειται για το χειρότερο ποσοστό που έχει καταγραφεί από τότε που άρχισε να λειτουργεί στην πράξη η ευρωζώνη το 2002. Μάλιστα το ποσοστό αυτό ξεπέρασε ακόμη και τις προβλέψεις οικονομολόγων, οι οποίοι τοποθετούσαν τις εκτιμήσεις τους για τον Οκτώβριο γύρω στο 10.2%.

Οι χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά πληθωρισμού, κυρίως εξαιτίας των εκρηκτικών αυξήσεων στις τιμές ενέργειας, είναι η Εσθονία, η Λιθουανία και η Λετονία με πληθωρισμό γύρω στο 22%. Τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφουν τον Οκτώβριο η Γαλλία και η Ισπανία, με πληθωρισμό γύρω στο 7%.

Στη Γερμανία ανακοινώθηκε την Παρασκευή ότι ο πληθωρισμός αγγίζει το 10,4%, σπάζοντας το ένα μεταπολεμικό ρεκόρ μετά το άλλο. Στην Ελλάδα ωστόσο ο πληθωρισμός τον Οκτώβριο έπεσε κάτω από το κρίσιμο όριο του 10% (στο 9,8%).

Οι δυσοίωνες πληθωριστικές πιέσεις σε όλη την ΕΕ και ειδικότερα στις χώρες της ευρωζώνης εδώ και μήνες προκαλούν έντονο προβληματισμό στους ειδικούς. «Η δυναμική του πληθωρισμού είναι τρομακτική» αναφέρει στο γερμανικό πρακτορείο ειδήσεων ο Τόμας Γκίτσελ, επικεφαλής οικονομολόγος της VP Bank. Και ο οικονομολόγος Κρίστοφ Βάιλ από την Commerzbank εκτιμά ότι «ο πληθωρισμός πιθανότατα δεν έχει φτάσει στο ανώτατο όριό του».

Σε επιφυλακή εκ νέου η ΕΚΤ

Την ίδια ώρα αυξάνεται ολοένα περισσότερο και η πίεση που ασκείται προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προκειμένου να παρέμβει, συνεχίζοντας να αυξάνει τα επιτόκια. Αυτό που ανησυχεί ιδιαιτέρως τόσο την ΕΚΤ όσο και οικονομολόγους στη Γερμανία και την υπόλοιπη Ευρώπη, είναι ότι ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη εμφανίζεται πλέον πέντε φορές υψηλότερος από τον στόχο του 2%, ο οποίος θεωρείται ως βέλτιστος για την οικονομία.

Σύμφωνα με τον επικεφαλής οικονομολόγο της Commerzbank Γεργκ Κρέμερ η ΕΚΤ θα πρέπει στην συνεδρίαση του διευθυντηρίου τον Δεκέμβριο να εστιάσει στην άμεση μείωση του πληθωρισμού και όχι τόσο στον μελλοντικό κίνδυνο ύφεσης. Ήδη ένα πρώτο «καμπανάκι» αποτελεί από μόνο του το ποσοστό πληθωρισμού στο 10,7%, διότι ξεπέρασε ήδη τις εκτιμήσεις της ΕΚΤ για πληθωρισμό γύρω στο 9,2% κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2022.

Ο Γεργκ Κρέμερ εκτιμά ότι η ευρωζώνη χρειάζεται επειγόντως άλλη μια γενναία αύξηση των επιτοκίων κατά 0,75 ποσοστιαίες μονάδες τον Δεκέμβριο. Σύμφωνα με τον διοικητή της ολλανδικής κεντρικής τράπεζας Κλάας Κνοτ, η αύξηση των επιτοκίων στην προσεχή συνεδρίαση της 15ης Δεκεμβρίου αναμένεται τουλάχιστον να κινηθεί στις +0,50 μονάδες.

Πιο δύσκολος ο επόμενος χειμώνας

Τον φετινό χειμώνα οι ευρωπαϊκές οικονομίες πιάστηκαν απροετοίμαστες, καθώς τα αντίμετρα του Βλαντίμιρ Πούτιν στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, προκάλεσαν άμεσες συνέπειες. Ωστόσο, η Ευρώπη είχε προλάβει να προμηθευτεί με τα απαραίτητα ενεργειακά προϊόντα και βρίσκεται σε διαδικασία αποφάσεων για την εξοικονόμηση των πηγών.

Υπάρχει όμως ο επόμενος χειμώνας. Παρ’ ότι υπάρχει ικανός χρόνος για τη λήψη αποφάσεων από τους «27», το πρόβλημα εντοπίζεται σε ένα άλλο, πιο ουσιαστικό επίπεδο. Εφόσον δεν γίνει ένα θαύμα και αποκατασταθούν οι σχέσεις της Δύσης με τη Ρωσία, η Ευρώπη θα βρεθεί αντιμέτωπη με ένα τεράστιο θέμα:

1)Είτε δεν θα διαθέτει επαρκείς ποσότητες για να καλύψει τις ανάγκες της

2)είτε θα τροφοδοτηθεί με -κατά πολύ- ακριβότερη ενέργεια, από άλλες πηγές.

Η δημιουργία νέων δομών είναι σε εξέλιξη, όμως από τη μία δεν καλύπτονται όλα σε διάστημα ενός έτους και από την άλλη, δεν αντιμετωπίζεται το θέμα της ακριβής ενέργειας.

Ήδη, η Κομισιόν δείχνει να έχει στρέψει την προσοχή της στο 2023 και τον επόμενο χειμώνα, προκειμένου από τη μία να καλυφθεί συνολικά η Ευρώπη σε επίπεδο ενεργειακών αναγκών και από την άλλη να αποφευχθεί μία νέα ύφεση, που μπορεί να αποβεί μοιραία συνολικότερα για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.