Μια πρώτη αποτίμηση των επιδράσεων στην ελληνική οικονομία από την κρίση στην Ουκρανία γίνεται στην μελέτη της Εθνικής Τράπεζας που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα. «Λόγω της υψηλής αβεβαιότητας και της ακραίας μεταβλητότητας εξετάζονται τρία διακριτά σενάρια. Παρότι παραμένει δύσκολο να αποδοθεί συγκριμένη πιθανότητα πραγματοποίησης στο κάθε σενάριο, οι αναλυτές της Εθνικής Τράπεζας εκτιμούν ότι το βασικό σενάριο, το οποίο υποθέτει σταδιακή υποχώρηση των πιέσεων μέχρι το 1ο εξάμηνο του 2023, καθώς και το ευνοϊκό σενάριο που προβλέπει ταχύτερη ομαλοποίηση εντός του 2022, συγκεντρώνουν τις μεγαλύτερες πιθανότητες βάσει των εξελίξεων των τελευταίων δύο εβδομάδων».
Πιέσεις στην παγκόσμια προσφορά ενέργειας και πρώτων υλών χωρίς, ωστόσο, να εγείρονται θέματα επάρκειας για την ελληνική αγορά
Αναφορικά με την Ελλάδα, ο κίνδυνος ενεργειακής επάρκειας, σύμφωνα με την μελέτη, ακόμη και σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, είναι περιορισμένος, κυρίως λόγω: i) των συγκριτικά μικρών εγχώριων αναγκών, σε σύγκριση με τις ανάγκες της ΕΕ, σε φυσικό αέριο (το οποίο αντιστοιχεί σε περίπου 20% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας στην οικονομία, με το 7% να προέρχεται από τη Ρωσία), ii) της επιλογής για περαιτέρω αξιοποίηση φορτίων υγροποιημένου φυσικού αερίου LNG – που προσεγγίζει πλέον το 1/2 των συνολικών εισαγωγών αερίου στη χώρα στις αρχές του 2022 – με την τρέχουσα δυνατότητα υποδοχής και αποθήκευσης να είναι πολλαπλάσια από αυτή που διασφαλίζουν οι υφιστάμενες ροές, iii) της εντατικότερης χρήσης και των νέων επενδύσεων σε ΑΠΕ, με βελτιούμενες και τις καιρικές συνθήκες όσο πλησιάζουμε την άνοιξη, και iv) της δυνατότητας, σε ακραίο ενδεχόμενο, αύξησης της χρήσης λιγνιτικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής.
Εντούτοις, αναφέρουν οι αναλυτές της Εθνικής Τράπεζας, είναι αναπόφευκτο ότι η ελληνική οικονομία θα επηρεαστεί από τις εντεινόμενες πληθωριστικές πιέσεις και τον αρνητικό τους αντίκτυπο στο διαθέσιμο εισόδημα και το κόστος παραγωγής. Πράγματι, οι πληθωριστικές επιδράσεις εντείνονται -με τον εγχώριο πληθωρισμό να ανέρχεται σε υψηλό 25ετίας, στο 7,2% το Φεβρουάριο- με τη διάχυση των εισαγόμενων πληθωριστικών επιδράσεων να αποδυναμώνει το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και να αυξάνει το κόστος παραγωγής των επιχειρήσεων, με αρνητικές επιπτώσεις και στην κερδοφορία του εταιρικού τομέα (ο οποίος προφανώς προσπαθεί να απορροφήσει τμήμα του αυξημένου κόστους εισροών, ώστε μην το μετακυλήσει σε μεγάλο βαθμό στον τελικό καταναλωτή).
Στο βασικό σενάριο για τον πληθωρισμό η Εθνική λαμβάνει υπόψη τις πρόσφατες εκτιμήσεις των αγορών για την πορεία των τιμών πετρελαίου, φυσικού αερίου και πρώτων υλών μετά την ανακοίνωση των κυρώσεων, εξομαλύνοντας την υπερβολική ημερήσια μεταβλητότητα των τιμών στα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (futures). Σύμφωνα με τις υποθέσεις για το βασικό σενάριο ο πληθωρισμός (βάσει ΔΤΚ) θα κυμανθεί στο 7% κατά μ.ο. το 1ο τρίμηνο του 2022 και θα κορυφωθεί περίπου στο 8-8,5% την περίοδο Μαρτίου-Απριλίου, με το μέσο όρο για το σύνολο του 2022 να διαμορφώνεται σε 5,8%. Εξαιρώντας τις επιδράσεις από καύσιμα, ηλεκτρισμό και τρόφιμα με υψηλή εποχική μεταβλητότητα, ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί στο 2,5% το 1ο εξάμηνο του 2022 και στο 2,7% το 2ο εξάμηνο, εξαιτίας και των αυξανόμενων δευτερογενών πληθωριστικών επιδράσεων. Η ανακοίνωση πρόσθετων μέτρων για αυξημένη επιδότηση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς των τιμών καυσίμων για συγκεκριμένες εισοδηματικές κατηγορίες, ενδεχομένως να οδηγήσουν τον πληθωρισμό οριακά χαμηλότερα από την προαναφερόμενη εκτίμησή κατά το 2ο τρίμηνο του 2022. Το 2023 προβλέπεται σημαντική επιβράδυνση του πληθωρισμού στο 1,4%.
Πολύ μικρές άμεσες επιδράσεις σε εμπόριο και τουρισμό
Σε μακροοικονομικό επίπεδο, οι δυνητικές άμεσες επιδράσεις από μια ενδεχόμενη διακοπή στο εμπόριο με τη Ρωσική Ομοσπονδία, εξαιρουμένου του τομέα της ενέργειας, είναι αμελητέες, καθώς οι συνολικές εξαγωγές προς Ρωσία ακολουθούν σταθερά πτωτική τροχιά την τελευταία δεκαετία και έχουν περιοριστεί στο 0,5% των συνολικών ελληνικών εμπορευματικών εξαγωγών το 2021, ανερχόμενες σε 0,2 δισ. ευρώ. Αυτό, ωστόσο, δεν αποκλείει πιέσεις και δευτερογενείς επιδράσεις, λόγω των διεθνών ανατιμήσεων σε πρώτες ύλες για συγκεκριμένες επιχειρήσεις και κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Οι εισαγωγές από τη Ρωσία, εκτός ενέργειας, που αποτελούνται, κυρίως από αλουμίνιο, σιτηρά, σίδερο και χαλκό, αλλά και αγροτικές/κτηνοτροφικές πρώτες ύλες θα μπορούσαν να υποκατασταθούν από άλλους προμηθευτές, προφανώς όμως, με αυξημένο κόστος. Η συνολική έκθεση της Ελλάδας όσον αφορά το εμπόριο με την Ουκρανία παραμένει περιορισμένη, παρά την αυξητική τάση, καθώς οι εισαγωγές από Ουκρανία αντιστοιχούν στο 0,3% των συνολικών εμπορευματικών εισαγωγών της Ελλάδας -αξίας 0,2 δισ. ευρώ το 2021- και οι εξαγωγές προς αυτή τη χώρα στο 0,8% των συνολικών εξαγωγών (λιγότερο από 0,1% του ελληνικού ΑΕΠ). Αντίστοιχα, η επίδραση στον τουρισμό αναμένεται να είναι επίσης μικρή, καθώς το μερίδιο της ρωσικής αγοράς βαίνει σταθερά μειούμενο τα τελευταία 8 έτη.
Επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης στο 3% το 2022 – υπό αρκετά δυσμενείς όμως υποθέσεις για τις τιμές ενέργειας – έναντι προηγουμένης εκτίμησης 4,4% και ανάκτηση της δυναμικής το 2023
Οι σημαντικότερες δυνητικές επιπτώσεις στις αναπτυξιακές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να προέλθουν, κυρίως, μέσω της επιβάρυνσης από τον αυξημένο πληθωρισμό στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα και κατ’ επέκταση τη δαπάνη των νοικοκυριών, καθώς και στο κόστος παραγωγής των επιχειρήσεων. Πρόσθετη αρνητική επίδραση, σε περιορισμένο βαθμό ωστόσο, αναμένεται να προέλθει από την επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών στην ευρωζώνη, που συνιστά τη βασική αγορά για τα ελληνικά προϊόντα και υπηρεσίες, με την ευρωπαϊκή οικονομία, ωστόσο, να εκτιμάται ότι θα παραμείνει σε ανοδική τροχιά. Συνδυάζοντας τις ανωτέρω διαπιστώσεις με εκτιμήσεις από το οικονομετρικό υπόδειγμα της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ για τη μετάδοση των επιδράσεων εξωγενών διαταραχών στην οικονομική δραστηριότητα, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ θα επιβραδυνθεί κατά σχεδόν 1,4 ποσοστιαίες μονάδες στο 3% από 4,4% που εκτιμούσαμε το Δεκέμβριο του 2021, ενώ θα επιταχυνθεί στο 4,1% το 2023. Η ανωτέρω εξέλιξη υποθέτει περιορισμένο και αναστρέψιμο αντίκτυπο στο οικονομικό κλίμα και περιορισμένη μετάθεση ορισμένων δαπανών του ιδιωτικού τομέα το 2023, η οποία τελικά θα ενδυναμώσει την ανάπτυξη το επόμενο έτος, σε συνδυασμό με τη χαμηλότερη βάση σύγκρισης σε ετήσια βάση.
Στη μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, εξετάζονται, επίσης, δύο ακόμη σενάρια, εκ των οποίων το χαρακτηριζόμενο ως ευνοϊκό -το οποίο υποθέτει ταχύτερη αποκλιμάκωση της κρίσης και εξομάλυνση των ενεργειακών πιέσεων- φαίνεται, όπως και το βασικό που προαναφέρθηκε, να προσεγγίζει καλύτερα την τρέχουσα δομή κινδύνων. Συγκεκριμένα, στο ευνοϊκό σενάριο, ο μέσος πληθωρισμός διαμορφώνεται στο 4,4% το 2022 και στο 0,6% το 2023, ενώ το ΑΕΠ αυξάνεται κατά 4,0% ετησίως το 2022 -με τον τουρισμό στο 90% του 2019 κατά το 2022 -και κατά 4,5% ετησίως το 2023. Η ΕΤΕ, παρουσιάζει και ένα σενάριο παρατεταμένης κρίσης το 2022, καθώς και σε ένα τμήμα του 2023, όπου η ενεργοποίηση πρόσθετων μέτρων και αντιμέτρων προκαλούν σοβαρές διαταραχές στη ροή φυσικού αερίου, παρατεταμένες ανατιμήσεις στο πετρέλαιο και ακόμη εντονότερες πληθωριστικές πιέσεις. Παράλληλα, το πλήγμα στο οικονομικό κλίμα και τις επιδόσεις της ευρωζώνης εξασθενεί τόσο τις εξαγωγές και όσο και τον τουρισμό. Στο δυσμενές σενάριο, ο πληθωρισμός ανέρχεται σε 8% φέτος και στο 2,2% το 2023, λόγω υψηλότερων τιμών ενέργειας και ισχυρών δευτερογενών επιδράσεων. Το ΑΕΠ σημειώνει οριακή μόνο αύξηση 0,2% το 2022, με ταυτόχρονη υποχώρηση της κατανάλωσης και συρρίκνωση των ιδιωτικών επενδύσεων. Ωστόσο, το 2023 το ΑΕΠ ανακάμπτει κατά 2,8%, με το επίπεδό του, όμως, να παραμένει 0,9% χαμηλότερα από το βασικό σενάριο.
Συνοψίζοντας, η αναλυτές της Εθνικής αναφέρουν ότι «θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι το νέο σοκ συνεπάγεται περιορισμένες απώλειες για την οικονομική δραστηριότητα το 2022 στην Ελλάδα, οι οποίες αναμένεται να αναστραφούν σε ορίζοντα 3ετίας. Το Ταμείο Ανάκαμψης & Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο όσον αφορά την ανταπόκριση στις κλιμακούμενες οικονομικές, ενεργειακές και γεωπολιτικές προκλήσεις, με περαιτέρω ενίσχυση του ενεργειακού πυλώνα του Ταμείου, των θεμάτων που άπτονται ψηφιοποίησης, ενεργειακής διαφοροποίησης και ασφάλειας, καθώς και οικονομικής ανθεκτικότητας, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης εξωστρέφειας και υποκατάστασης εισαγωγών. Ειδικότερα, οι νέες επενδύσεις στη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας -με τις ΑΠΕ να αντιστοιχούν ήδη στο 15% περίπου της εγχώριας ενεργειακής παραγωγής- γίνονται ακόμη πιο ελκυστικές, καθώς μειώνεται το συγκριτικό κόστος επιδίωξης μιας πιο φιλόδοξης ενεργειακής μετάβασης προς τις ΑΠΕ, τώρα που έχει πλέον παρέλθει η παρατεταμένη περίοδος των πολύ χαμηλών τιμών ορυκτών καυσίμων (2015-2020). Επιπροσθέτως, τουλάχιστον 7 δισ. ευρώ πόροι από το ΤΑΑ προορίζονται την επόμενη πενταετία για έργα με κλιματικό περιεχόμενο, με έμμεσες και άμεσες επιδράσεις στην ενεργειακή στρατηγική της χώρας».