Quantcast

Επενδυτική βαθμίδα: Τι είναι, πώς καθορίζεται και γιατί αφορά και το απλό νοικοκυριό και την μικρομεσαία επιχείρηση

Η επενδυτική βαθμίδα είναι το επίπεδο της πιστοληπτικής αξιολόγησης μιας χώρας πάνω από το οποίο υπάρχει σχετικά χαμηλός κίνδυνος χρεοκοπίας για την κρατική της οντότητα

Μια νέα φράση έχει μπει στην καθημερινή μας ζωή. Για τους οικονομολόγους βρισκόταν, βεβαίως, διαχρονικά στο επίκεντρο της προσοχής τους και των αναλύσεων τους. Το ίδιο και για τους επενδυτές, αλλά προπάντων για όσους έχουν τα ηνία άσκησης της οικονομικής πολιτικής μιας χώρας.

Πρόκειται για την επενδυτική βαθμίδα. Πώς ορίζεται όμως, με απλά κατανοητά λόγια, για έναν μέσο πολίτη και μικρομεσαίο επιχειρηματία; Πόσες διαβαθμίσεις έχει η επενδυτική βαθμίδα και από ποιους καθορίζονται; Τελικά γιατί θα πρέπει να ενδιαφέρει και ένα απλό νοικοκυριό και μια μικρή επιχείρηση;

Η επενδυτική βαθμίδα είναι το επίπεδο της πιστοληπτικής αξιολόγησης μιας χώρας πάνω από το οποίο υπάρχει σχετικά χαμηλός κίνδυνος χρεοκοπίας για την κρατική της οντότητα. Οι διαβαθμίσεις λοιπόν πάνω από το επίπεδο αυτό καθιστούν τη χώρα ελκυστικό επενδυτικό προορισμό, ενώ κάτω από αυτό αντανακλούν χαμηλή πιστοληπτική επιφάνεια.
Κάθε βαθμίδα πιστοληπτικής ικανότητας ουσιαστικά σηματοδοτεί σε ένα δανειστή ή επενδυτή την πιθανότητα να μπορέσει η χώρα που εκδίδει ένα ομόλογο να ανταποκριθεί στις δανειακές της υποχρεώσεις χωρίς τον κίνδυνο στάσης πληρωμών.
Ως εκ τούτου, οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης χρησιμοποιούνται επίσης για τον προσδιορισμό των επασφαλίστρων κινδύνου, των γνωστών πλέον σε όλους spreads, και κατά συνέπεια των επιτοκίων των τίτλων που εκδίδονται, καθώς ακόμη και του ύψους των εγγυήσεων που μπορεί ζητηθούν για τη χορήγηση ενός δανείου.

 

Ποιος την καθορίζει-Οι διαβαθμίσεις

Η πιστοληπτική αξιολόγηση του αξιόχρεου μιας οικονομίας πραγματοποιείται από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, όπως η Moody’s, η Standard and Poor’s και η Fitch, σε τακτά χρονικά διαστήματα.

Θα μπορούσε να έλεγε κανείς ότι οι εκθέσεις πιστοληπτικής αξιολόγησης αντικατοπτρίζουν τις προσδοκίες των επενδυτών για την ικανότητα ενός κράτους και μιας οικονομίας συνολικά να ανταπεξέλθει στις μελλοντικές της υποχρεώσεις.

Οι διαβαθμίσεις πιστοληπτικής ικανότητας κωδικοποιούνται με γράμματα της αλφαβήτου (π.χ. το Αaa αντιστοιχεί στην καλύτερη διαβάθμιση στο σύστημα κατάταξης του οίκου Moody’s) και κάθε μία από αυτές συνήθως συνδέεται υπολογιστικά με ένα εύρος πιθανοτήτων αθέτησης πληρωμών.

Ποιοι παράγοντες αξιολογούνται;

Οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης λαμβάνουν υπόψιν το ευρύτερο οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον μια χώρας, προκειμένου να την κατατάξουν σε μία πιστοληπτική βαθμίδα.
Ειδικότερα, όπως αναφέρει στο ΑΠΕ/ΜΠΕ και στο δημοσιογράφο Αλέκο Λιδωρίκη ο Chief Economist της Alpha Bank Παναγιώτης Καπόπουλος, οι παράγοντες που εξετάζουν οι οίκοι αξιολόγησης προκειμένου να κατατάξουν το αξιόχρεο μιας οικονομίας σε μια συγκεκριμένη βαθμίδα περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την πολιτική σταθερότητα, την μακροοικονομική κατάσταση (ανεργία, πληθωρισμός, μεταβλητότητα εξαγωγών ή εξάρτησή τους από ένα προϊόν κ.λπ.), την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας, την αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, τις επιδόσεις των δημόσιων οικονομικών (φορολογικά έσοδα και κρατικές δαπάνες) και τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους, το εξωτερικό ισοζύγιο, καθώς και την ποιότητα των θεσμών (π.χ. υγεία, εκπαίδευση, δικαστικό σύστημα). Επιπροσθέτως, για χώρες όπως η Ελλάδα οι οποίες βρίσκονται σε μια πορεία προς την επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η πρόοδος των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, όπως και η συμμόρφωση με τους δημοσιονομικούς στόχους που έχουν τεθεί. Στο σημείο αυτό, όπως τονίζει ο Επικεφαλής Οικονομολόγος της Alpha Bank αξίζει να σταθούμε σε αυτό.

«Στην περίπτωση της Ελλάδας, η μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ ως συνδυαστικό αποτέλεσμα της ισχυρής οικονομικής μεγέθυνσης, του υψηλού πληθωρισμού και της ταχείας επανόδου σε πλεονασματική διαχείριση καθώς και οι υψηλές προσδοκίες των αγορών για την εισροή των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, επιταχύνουν, μεταξύ άλλων παραγόντων, την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας εντός του 2023. Επιπροσθέτως, τα αποτελέσματα των εθνικών εκλογών του Μαΐου εμπέδωσαν ένα σκηνικό πολιτικής ευστάθειας όπως αντανακλάται στην άνοδο του γενικού δείκτη στο ελληνικό χρηματιστήριο, αλλά και στην απόδοση του δεκαετούς ομολόγου που είναι πλέον χαμηλότερη από εκείνου της Ιταλίας», σημειώνει χαρακτηριστικά.

Η αλληλεξάρτηση της πορείας της οικονομίας και των επενδύσεων από την επενδυτική βαθμίδα

«Η αναβάθμιση συνεπώς μιας χώρας στην επενδυτική βαθμίδα αποτελεί σημαντικό ορόσημο, καθώς δεν αποτελεί μία απλή μετάβαση σε ανώτερη κατηγορία πιστοληπτικής επιφάνειας των οίκων αξιολόγησης, αλλά συνιστά τη συμπερίληψή της μεταξύ μιας ομάδας χωρών που η ανάληψη των επενδυτικών πρωτοβουλιών είναι ανεκτή σε ένα εύλογο επίπεδο ανάληψης κινδύνων», εκτιμά ο κ. Καπόπουλος. Έτσι, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα αποτελέσει ορόσημο για την ελληνική οικονομία, όχι μόνο διότι επανατοποθετεί τη χώρα ως επενδυτικό προορισμό κεφαλαίων μακροπρόθεσμης απόδοσης αλλά και επειδή διαμορφώνει ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες ρευστότητας για το ελληνικό Δημόσιο, τις τράπεζες, τα ασφαλιστικά ταμεία και κυρίως τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. «Το γεγονός αυτό αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία, καθώς διανύουμε διεθνώς μία φάση ανόδου των επιτοκίων ως αποτέλεσμα των παρεμβάσεων των κεντρικών τραπεζών για να συγκρατήσουν τις έντονες πληθωριστικές πιέσεις που προέκυψαν αφενός από τη δημοσιονομική επέκταση και στις δύο όχθες του Ατλαντικού και αφετέρου από την άνοδο των τιμών ενέργειας», συμπληρώνει.

Σε ερώτηση εάν το ζήτημα της επενδυτικής βαθμίδας αφορά και το απλό νοικοκυριό και τον μικρομεσαίο επιχειρηματία και ο Καπόπουλος τονίζει: «Βεβαίως. Η αναβάθμιση της πιστοληπτικής επιφάνειας του ελληνικού Δημοσίου θα μειώσει το κόστος άντλησης κεφαλαίων για τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Ο φθηνότερος δανεισμός για τις τράπεζες θα μετακυληθεί και στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, μειώνοντας και για αυτά το κόστος δανεισμού, αμβλύνοντας σημαντικά την επίδραση της συσταλτικής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ».