ΕΛΣΤΑΤ: Ερευνα για τη θέση στην αγορά εργασίας των μεταναστών

Τα άτομα χωρίς μεταναστευτικό υπόβαθρο εμφανίζουν το υψηλότερο ποσοστό πτυχιούχων ανώτερης εκπαίδευσης και το χαμηλότερο ποσοστό κατώτερης εκπαίδευσης. Αντίστροφα, οι μετανάστες δεύτερης γενιάς έχουν το χαμηλότερο ποσοστό ανώτερης και το υψηλότερο κατώτερης εκπαίδευσης

Το ποσοστό απασχόλησης στη χώρα ήταν πέρυσι σχεδόν ίδιο για τα άτομα που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα με Έλληνες γονείς και για τα άτομα που έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό (50,4% και 50,7%, αντίστοιχα). Αντίθετα, το ποσοστό απασχόλησης ήταν πολύ μικρότερο (33,4%) για τους μετανάστες δεύτερης γενιάς.

Αυτό προκύπτει από την ειδική έρευνα (ad hoc) της ΕΛΣΤΑΤ για τη θέση στην αγορά εργασίας των μεταναστών και των άμεσων απογόνων τους, σύμφωνα επίσης με την οποία:

Από την κατάσταση απασχόλησης κατά ομάδες ηλικιών, φαίνεται ότι αυτή η διαφορά στο επίπεδο απασχόλησης των μεταναστών δεύτερης γενιάς εξηγείται από τη διαφορετική ηλικιακή σύνθεση αυτής της κατηγορίας του πληθυσμού: λόγω του μεγάλου ποσοστού ατόμων ηλικίας 15- 24 ετών μεταξύ των μεταναστών δεύτερης γενιάς, είναι η ομάδα με τη μεγαλύτερη συμμετοχή στην εκπαίδευση.

Στην ηλικιακή ομάδα 25- 44 ετών, το ποσοστό απασχόλησης των μεταναστών δεύτερη γενιάς είναι σχεδόν ίδιο με το ποσοστό απασχόλησης των Ελλήνων χωρίς μεταναστευτικό υπόβαθρο (ενώ είναι σημαντικά μικρότερο για τους γεννημένους στο εξωτερικό). Τέλος, τα άτομα που έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό εμφανίζουν το μεγαλύτερο ποσοστό ανέργων καθώς και τη μικρότερη συμμετοχή στην εκπαίδευση.

Τα άτομα χωρίς μεταναστευτικό υπόβαθρο εμφανίζουν το υψηλότερο ποσοστό πτυχιούχων ανώτερης εκπαίδευσης και το χαμηλότερο ποσοστό κατώτερης εκπαίδευσης. Αντίστροφα, οι μετανάστες δεύτερης γενιάς έχουν το χαμηλότερο ποσοστό ανώτερης και το υψηλότερο κατώτερης εκπαίδευσης.

Επισημαίνεται όμως, ότι και αυτά τα αποτελέσματα διαμορφώνονται από τη διαφορετική ηλικιακή δομή των μεταναστών δεύτερης γενιάς: ένα μεγάλο ποσοστό αυτών των ατόμων, συνεχίζει τις σπουδές του στο επίσημο εκπαιδευτικό σύστημα.

Τα άτομα χωρίς μεταναστευτικό υπόβαθρο εμφανίζουν το μεγαλύτερο ποσοστό απασχόλησης σε μη χειρωνακτικά επαγγέλματα υψηλής ειδίκευσης (33,8%), ενώ τα γεννημένα στο εξωτερικό το χαμηλότερο (13,9%). Οι μετανάστες δεύτερης γενιάς απασχολούνται στην πλειονότητά τους (42%) σε μη χειρωνακτικά επαγγέλματα χαμηλής ειδίκευσης.

Σημαντικές διαφορές εμφανίζονται και στην τομεακή κατανομή των επαγγελμάτων ανά μεταναστευτικό υπόβαθρο. Το ποσοστό των γεννημένων στο εξωτερικό που απασχολούνται στη μεταποίηση είναι σχεδόν διπλάσιο από το αντίστοιχο ποσοστό για τα άτομα χωρίς μεταναστευτικό υπόβαθρο (26,4% έναντι 14,4%). Οι μετανάστες δεύτερης γενιάς απασχολούνται κατά κύριο λόγο στους τομείς του εμπορίου, μεταφορών, εστίασης και ξενοδοχείων (55,4%), ενώ τα άτομα χωρίς μεταναστευτικό υπόβαθρο εμφανίζουν τα μεγαλύτερα ποσοστά απασχόλησης στον πρωτογενή τομέα και στους κλάδους δημόσιας διοίκησης, παιδείας, υγείας και τεχνών.

Περίπου 9 στους 10 εργαζόμενους δηλώνουν αρκετά ή πολύ ικανοποιημένοι από το επάγγελμά τους. Τα ποσοστά ικανοποίησης είναι παρόμοια για τα άτομα με διαφορετικό μεταναστευτικό υπόβαθρο, αλλά παρατηρείται ότι το ποσοστό αυτών που δηλώνουν ότι δεν είναι ικανοποιημένοι είναι σχεδόν διπλάσιο για τα άτομα που γεννήθηκαν στο εξωτερικό (10,2% έναντι 6,4%). Τα ποσοστά ικανοποίησης είναι σχεδόν ταυτόσημα για τους μετανάστες δεύτερης γενιάς και για τα άτομα που δεν έχουν μεταναστευτικό υπόβαθρο.

Παρόμοια αποτελέσματα παρατηρούνται και σε ό,τι αφορά στην αντιμετώπιση διακρίσεων στον χώρο εργασίας. Μόνο το 3,5% των εργαζόμενων δήλωσε ότι έχει αντιμετωπίσει διακρίσεις, όμως στην περίπτωση των γεννημένων στο εξωτερικό το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 16,1%. Το ποσοστό των μεταναστών δεύτερης γενιάς που δηλώνουν θύματα διακρίσεων είναι χαμηλότερο (5,7%), σχεδόν διπλάσιο όμως του αντίστοιχου ποσοστού (2,5%) για τα άτομα που γεννήθηκαν στην Ελλάδα, οι ίδιοι και οι γονείς τους.

Παρατηρείται ότι το επίπεδο γνώσης της ελληνικής γλώσσας συσχετίζεται σημαντικά και με την κατάσταση απασχόλησης και με το επίπεδο εκπαίδευσης των ατόμων που έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό. Το ποσοστό των ανέργων μεταξύ των ατόμων που έχουν μόνον βασική ή στοιχειώδη γνώση της ελληνικής γλώσσας είναι σχεδόν διπλάσιο σε σύγκριση με εκείνο των ατόμων με ικανοποιητική ή εξαιρετική γνώση της γλώσσας. Αντίστοιχα, το ποσοστό απασχόλησης είναι σημαντικά υψηλότερο στα άτομα με καλή γνώση των ελληνικών.

Σε ό,τι αφορά στο επίπεδο εκπαίδευσης, παρατηρείται ότι το χαμηλότερο επίπεδο γνώσης της ελληνικής γλώσσας αντιστοιχεί εν γένει σε χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης. Επίσης, το επίπεδο γνώσης των ελληνικών σχετίζεται άμεσα με τα χρόνια παραμονής στην Ελλάδα.

Εάν εξεταστεί το επίπεδο γνώσης της ελληνικής γλώσσας σε σχέση με την ηλικία έλευσης στην Ελλάδα, παρατηρείται ότι όσο μικρότερη είναι η ηλικία έλευσης τόσο καλύτερη είναι η γνώση των ελληνικών: το ποσοστό των ατόμων με βασική ή στοιχειώδη γνώση της γλώσσας είναι 0,7% για τα άτομα που ήρθαν στην Ελλάδα μεταξύ 0- 5 ετών, ενώ είναι πάνω από δεκαπλάσιο (9,8%) για τα άτομα που ήρθαν 18 ετών ή μεγαλύτερα.

Η ικανοποιητική γνώση της γλώσσας συνδέεται με σημαντικά μικρότερο ποσοστό αντιμετώπισης διακρίσεων στο χώρο εργασίας. Ένα στα 4 άτομα με βασική ή ελάχιστη γνώση των ελληνικών, αντιμετώπισε κάποια διάκριση, ενώ αυτό ισχύει για μόνο 1 στα 6 στην περίπτωση των ατόμων με τουλάχιστον ικανοποιητική γνώση της γλώσσας. Η ικανοποιητική γνώση της γλώσσας συνδέεται με αυξημένο ποσοστό παρακολούθησης μαθημάτων ελληνικής γλώσσας. Ένα σημαντικό ποσοστό των ατόμων με το πολύ βασική γνώση των ελληνικών (42,4%) δεν παρακολούθησε κάποιο μάθημα γλώσσας, λόγω κόστους ή ανυπαρξίας σχετικών μαθημάτων.

Σχετικά με το πλήθος μεταναστών και των άμεσων απογόνων τους, από το σύνολο των ατόμων ηλικίας 15- 74 ετών που ερευνήθηκαν, εκτιμάται ότι το 93,1% έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα και το 6,8% στο εξωτερικό. Τα άτομα με μεταναστευτικό υπόβαθρο ανέρχονται στο 9,5% (εκ των οποίων το 6,8% έχει γεννηθεί στο εξωτερικό ενώ το 2,7% έχει γεννηθεί στην Ελλάδα και ο ένας ή και οι δύο γονείς τους στο εξωτερικό).

Εξετάζοντας τις κυριότερες χώρες προέλευσης σε συνδυασμό με το έτος εισόδου στην Ελλάδα, παρατηρείται ότι έως το 1989 οι περισσότεροι μετανάστες προέρχονται από χώρες με σημαντική παρουσία Ελλήνων μεταναστών (ευρωπαϊκές χώρες, χώρες πρώην ΕΣΣΔ), ενώ από το 1989 και μετά η κύρια πηγή μετανάστευσης είναι η Αλβανία και ακολουθούν οι χώρες της πρώην ΕΣΣΔ και οι λοιπές βαλκανικές. Από το 2010, οι λοιπές ευρωπαϊκές και οι ασιατικές χώρες εμφανίζονται με αυξημένο ποσοστό.

Το ποσοστό των γυναικών είναι μεγαλύτερο και στις δύο ομάδες με μεταναστευτικό υπόβαθρο, ενώ στα άτομα που έχουν γεννηθεί τα ίδια καθώς και οι γονείς τους στην Ελλάδα, τα ποσοστά γυναικών και ανδρών είναι σχεδόν ίσα. Σε ό,τι αφορά στην ηλικία, η μέση ηλικία των ατόμων που έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό είναι ελάχιστα μεγαλύτερη από τη μέση ηλικία των ατόμων που δεν έχουν μεταναστευτικό υπόβαθρο. Αντίθετα, ο πληθυσμός των μεταναστών δεύτερης γενιάς είναι κατά πολύ νεότερος των ατόμων που έχουν γεννηθεί τα ίδια και οι δύο γονείς τους στην Ελλάδα (30,2 έτη έναντι 45,9 ετών).

Συγκεκριμένα, η ηλικιακή ομάδα 35- 44 ετών υπερτερεί στα άτομα που έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό, ενώ είναι ιδιαίτερα μικρό το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 15- 24 ετών. Τα άτομα που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα (και με Έλληνες γονείς) είναι γενικώς περισσότερο ηλικιωμένα. Αντίθετα, ο πληθυσμός των ατόμων που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα αλλά έχουν έναν τουλάχιστον γονέα γεννημένο στο εξωτερικό, είναι ιδιαίτερα νεανικός, καθώς σε ποσοστό άνω του 70% αποτελείται από άτομα μικρότερα των 35 ετών.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ