Quantcast

Έλληνες εφοπλιστές με 5.514 πλοία ελέγχουν το 21% του διεθνούς στόλου

Σε εθνικό επίπεδο, η ελληνική ναυτιλία παραμένει στρατηγικό πλεονέκτημα, ιδιαίτερα σημαντικό και για την ελληνική οικονομία

Διατηρεί την πρωτοκαθεδρία της στον παγκόσμια ναυτιλιακό χάρτη η Ελλάδα, καθώς, όπως αναφέρει η ετήσια έκθεση της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών (ΕΕΕ), η οποία δημοσιεύτηκε χθες, οι Έλληνες πλοιοκτήτες με 5.514 πλοία ελέγχουν σήμερα περίπου το 21% του παγκόσμιου στόλου, σε όρους χωρητικότητας (dwt). Η συνολική χωρητικότητα του ελληνόκτητου στόλου έχει αυξηθεί κατά 45,8% σε σύγκριση με το 2014, ενώ ακόμη και κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, δηλαδή από το 2019, η χωρητικότητα αυξήθηκε κατά 7,4%.

 

Σύμφωνα μάλιστα με την ΕΕΕ, ο ελληνόκτητος στόλος αντιπροσωπεύει το 59% του στόλου που ελέγχεται από Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), ο οποίος σε ποσοστό άνω του 75% δραστηριοποιείται στον bulk/tramp τομέα, δηλαδή σε μεταφορές χύδην φορτίων, χωρίς κάποιο συγκεκριμένο πρόγραμμα διαδρομών. Το ένα τρίτο του ελληνόκτητου στόλου φέρει σημαία Κράτους Μέλους της ΕΕ.

Σημαντικό στοιχείο της εξέλιξης του ελληνόκτητου στόλου, είναι το γεγονός ότι εδώ και αρκετά χρόνια, διαρκώς αναβαθμίζεται τόσο σε μέγεθος, όσο και σε ότι αφορά την ηλικία του και πλέον και την αποδοτικότητά του. Οι Έλληνες πλοιοκτήτες επενδύουν συνεχώς σε νέα, ενεργειακά αποδοτικά πλοία και σε φιλικό προς το περιβάλλον εξοπλισμό. H μέση ηλικία του ελληνόκτητου στόλου (9,99 έτη) είναι χαμηλότερη από τον παγκόσμιο μέσο όρο (10,28 έτη). Οι παραγγελίες ναυπήγησης πλοίων από Έλληνες πλοιοκτήτες ανέρχονται σε 173 πλοία (από 104 πλοία το προηγούμενο έτος), που αντιστοιχούν σε 17,3 εκατομμύρια dwt. Πάνω από το ένα τρίτο των πετρελαιοφόρων και σχεδόν ένα στα έξι πλοία μεταφοράς LNG, που ναυπηγούνται αυτή τη στιγμή στον κόσμο, θα παραδοθούν σε Έλληνες πλοιοκτήτες. Επιπλέον, περισσότερο από το ένα τέταρτο (27,6%) της ελληνόκτητης χωρητικότητας (σε dwt) εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Παγκόσμιου προτύπου του Δείκτη Ενεργειακής Απόδοσης κατά τη Σχεδίαση του πλοίου (EEDI), τεχνικό μέτρο του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών (IMO), το οποίο διασφαλίζει βελτιωμένη ενεργειακή απόδοση για τα πλοία.

Παράλληλα, οι Έλληνες πλοιοκτήτες επενδύουν σταθερά σε μεγαλύτερα πλοία που έχουν επίσης μεγαλύτερη αποδοτικότητα και περιβαλλοντικά οφέλη λόγω των οικονομιών κλίμακας. Από το 2014, η αύξηση της μεταφορικής ικανότητας (σε dwt) του ελληνόκτητου στόλου είναι πολύ μεγαλύτερη από την αύξηση του αριθμού των πλοίων.

Το 2014 η μέση χωρητικότητα των ελληνόκτητων πλοίων ήταν 71.308 dwt, ενώ σήμερα υπολογίζεται σε 86.247 dwt, αριθμός σχεδόν διπλάσιος από τον αντίστοιχο του παγκόσμιου στόλου (45.020 dwt). Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η ναυτιλία είναι το πιο αποτελεσματικό μέσο εμπορευματικών μεταφορών. Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι τα τελευταία 50 χρόνια , αν και το παγκόσμιο θαλάσσιο εμπόριο έχει τετραπλασιαστεί σε όγκο, οι εκπομπές CO2 από τη ναυτιλία έχουν μόλις διπλασιαστεί.

Η ελληνική σημαία στην 2η θέση της ΕΕ

Σε ό,τι αφορά την πορεία του ελληνικού νηολογίου, αυτό διατηρείται στην όγδοη θέση παγκοσμίως σε όρους χωρητικότητας (dwt). Με 647 πλοία (άνω των 1.000 gt), νηολογημένα στην ελληνική σημαία, χωρητικότητας 61,8 εκατομμυρίων dwt, το ελληνικό νηολόγιο κατέχει τη 2η θέση στην ΕΕ. Η Ελλάδα παραμένει στον Λευκό Κατάλογο STCW του ΙΜΟ, καθώς και στον Λευκό Κατάλογο του Paris MoU και του Tokyo MoU. Η Ελλάδα περιλαμβάνεται επίσης στον Κατάλογο των Ναυτιλιακών Διοικήσεων του Προγράμματος QUALSHIP 21 της Ακτοφυλακής των ΗΠΑ (USCG), ενώ συγκαταλέγεται μεταξύ των Κρατών Σημαίας με τις καλύτερες επιδόσεις και με θετικούς δείκτες σε όλες τις κατηγορίες του πίνακα επιδόσεων Κρατών Σημαίας (π.χ. επικύρωση συμβάσεων του ΙΜΟ, διαδικασίες ελέγχου πλοίων από το Κράτος Λιμένα κ.λπ.), που δημοσιεύεται από το Διεθνές Ναυτικό Επιμελητήριο (ICS).

Σε εθνικό επίπεδο, η ελληνική ναυτιλία παραμένει στρατηγικό πλεονέκτημα, ιδιαίτερα σημαντικό και για την ελληνική οικονομία. Οι θαλάσσιες μεταφορές συνεισφέρουν περισσότερο από το 3% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας και ανέρχονται συνολικά περίπου στο 7% του ΑΕΠ (άμεσα και έμμεσα), προσφέροντας σχεδόν 200 χιλιάδες θέσεις εργασίας. Παρέχουν επίσης σημαντικές καθαρές εισροές στην ελληνική οικονομία. Το 2021, οι εισροές στο ελληνικό ισοζύγιο πληρωμών από τις θαλάσσιες μεταφορές, όχι μόνο ξεπέρασαν τα επίπεδα του 2019, μετά την ύφεση που προκλήθηκε το 2020 από την πανδημία COVID-19, αλλά επίσης είναι οι υψηλότερες που έχουν καταγραφεί μετά το 2008 και ανέρχονται σε πάνω από 17 δισεκατομμύρια ευρώ. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι η ελληνική ναυτιλία παρέχει αυτές τις εισροές στην Ελλάδα από διάφορες περιοχές του κόσμου.

Κυρίαρχες οι ελληνικές τράπεζες στη χρηματοδότηση της ναυτιλίας

Στο ύψος των 52,5 δισ. δολαρίων διαμορφώθηκε στο τέλος του 2021, ο όγκος των δανείων προς την ελληνική ναυτιλία, αντιστρέφοντας την πτωτική τάση που είχε σημειωθεί το 2020. Σε σχέση με το 2020, τα δάνεια προς τις ελληνικές ναυτιλιακές εταιρείες κατέγραψαν αύξηση κατά 5,6%, καθώς πέρσι είχαν διαμορφωθεί σε 49,7 δισ. δολάρια, από 53,1 δισ. δολάρια το 2019. Πρόκειται για την τρίτη ετήσια αύξηση που καταγράφεται από το 2008, με τις προηγούμενες δύο να παρατηρούνται το 2012 και το 2014. Τα στοιχεία προκύπτουν από την 21η ετήσια έρευνα της εξειδικευμένης εταιρείας Petrofin Research και αφορούν τόσο δανειακές οφειλές, όσο και ανοιχτές πιστωτικές γραμμές που έχουν εγκριθεί προς τις ελληνικές εταιρείες.

Για άλλη μια χρονιά, τον μεγαλύτερο ρυθμό ανάπτυξης σημείωσαν οι ελληνικές τράπεζες, των οποίων τα δανειακά χαρτοφυλάκια αυξήθηκαν κατά 14,2% σε ετήσια βάση, έναντι αύξησης 3% των δανείων των ξένων τραπεζών που διατηρούν φυσική παρουσία στην Ελλάδα και αύξησης 2,84% των ξένων τραπεζών χωρίς παρουσία στην Ελλάδα. Αξίζει να σημειωθεί ότι συνολικά 56 τράπεζες (ελληνικές και διεθνείς) χρηματοδοτούν την ελληνική ναυτιλία, με την Credit Suisse να παραμένει την πρώτη θέση, με δάνεια 5,6 δισ. δολαρίων, παρότι το χαρτοφυλάκιό της υποχώρησε κατά 12,5% το 2021 και κατά 16,88% το 2020.

Ωστόσο, το πλέον αξιοσημείωτο στοιχείο είναι ότι μετά την Credit Suisse, ακολουθούν κατά σειρά, η Eurobank με αξία χαρτοφυλακίου ναυτιλιακών δανείων 3,38 δισ. δολαρίων, η Τράπεζα Πειραιώς με 3,25 δισ. δολάρια και η Alpha Bank με 3,2 δισ. δολάρια. Η Εθνική Τράπεζα βρίσκεται στην έβδομη θέση της σχετικής λίστας με δάνεια 2,64 δισ. δολαρίων. Το μερίδιο της Eurobank ως ποσοστό επί του συνόλου διαμορφώνεται σε 6,43%, της Πειραιώς σε 6,18%, της Alpha Bank σε 6,09% και της Εθνικής σε 5,03%. Αθροιστικά, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες και ορισμένα ακόμα ιδρύματα (π.χ. Aegean Baltic, Τρ. Κύπρου, Hellenic Bank, Astrobank), ελέγχουν ναυτιλιακά δάνεια αξίας 13,57 δισ. δολαρίων, ποσό που είναι το υψηλότερο της τελευταίας δεκαετίας και αποτελεί μερίδιο αγοράς της τάξεως του 26% επί του συνόλου των ναυτιλιακών δανείων προς την ελληνόκτητη ποντοπόρο ναυτιλία.
Το 2021, την μεγαλύτερη μεγέθυνση σημείωσε το χαρτοφυλάκιο δανείων της Eurobank με άνοδο κατά 29,4%, με αποτέλεσμα η τράπεζα να βρεθεί στην δεύτερη θέση της σχετικής λίστας, από την έκτη που βρισκόταν το 2020. Αντίστοιχα, το χαρτοφυλάκιο ναυτιλιακών δανείων της Alpha Bank αυξήθηκε κατά 12,28% και της Τρ. Πειραιώς κατά 12,07%. Αύξηση της τάξεως του 2,47% σημείωσε και το χαρτοφυλάκιο της Εθνικής Τράπεζας.

Σύμφωνα με την σχετική ανάλυση, οι βασικοί λόγοι πίσω από την ανάπτυξη αυτή οφείλονται στην σταδιακή ανάκαμψη της οικονομίας και της ναυτιλίας από την πανδημία. Επιπλέον, αρκετές τράπεζες επανεστίασαν στη ναυτιλιακή χρηματοδότηση, ως ένα τομέα δυνητικά επικερδή, λόγω και των αντοχών που επέδειξαν αρκετές αγορές της ναυτιλίας κατά την πανδημία. Ειδικά για τις ελληνικές τράπεζες, η ναυτιλία παράμεινε ένας από τους πλέον δυναμικούς τομείς δανειοδότησης, καθώς μπορούν να αξιοποιήσουν το πλεονέκτημα της τοπικής παρουσίας και γνώσης των ναυτιλιακών εταιρειών. Επιπλέον, η πώληση μη εξυπηρετούμενων χαρτοφυλακίων ναυτιλιακών δανείων του παρελθόντος, αλλά και η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας, επέτρεψε στις ελληνικές τράπεζες να είναι ανταγωνιστικότερες και ταυτόχρονα να ενισχύσουν το μερίδιό τους στον κλάδο.