Σήμα κινδύνου εξέπεμψε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναφορικά με την αγορά κατοικιών στην Ευρωζώνη, προειδοποιώντας ότι η επερχόμενη αύξηση των επιτοκίων θα επιφέρει αλλαγές στην υπερτιμημένη αγορά, όπως τη χαρακτηρίζει. Κι αυτό γιατί υπάρχει το ενδεχόμενο η αξία τους να συρρικνωθεί κι έτσι οι ιδιοκτήτες να δουν την επένδυσή τους αντίστοιχα να χάνει τη δική της αξία.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το Reuters, τις επιπτώσεις του πολέμου και του πληθωρισμού στην ευρωπαϊκή οικονομία επιχειρεί να αποκρυσταλλώσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η οποία κάνει ειδική αναφορά στα «ευάλωτα σημεία» της Ελλάδας εν μέσω του τρέχοντος οικονομικού περιβάλλοντος (υψηλός πληθωρισμός, χαμηλότερη ανάπτυξη).
Η κεντρική τράπεζα, η οποία πρόκειται να αυξήσει το βασικό της επιτόκιο τον Ιούλιο για πρώτη φορά μετά από μια δεκαετία, εκτιμά ότι τα σπίτια στη ζώνη του ευρώ ήταν πλέον σχεδόν 15% υπερτιμημένα κατά μέσο όρο και έως και 60% σε ορισμένες χώρες, με βάση η σχέση μεταξύ τιμών και εισοδήματος.
Προειδοποίησε ότι οι τιμές των κατοικιών θα μπορούσαν να μειωθούν μεταξύ 0,83% και 1,17% για κάθε αύξηση 10 μονάδων βάσης στα επιτόκια των στεγαστικών δανείων μετά την προσαρμογή για τον πληθωρισμό.
«Μια απότομη αύξηση των πραγματικών επιτοκίων θα μπορούσε να προκαλέσει διορθώσεις των τιμών των κατοικιών βραχυπρόθεσμα, με το τρέχον χαμηλό επίπεδο των επιτοκίων να καθιστά πιο πιθανές σημαντικές ανατροπές των τιμών των κατοικιών», ανέφερε η ΕΚΤ στο εξαμηνιαίο FSR της.
Προειδοποίησε για μια «σπείρα τιμών-δάνειων» στις αγορές ακινήτων ορισμένων χωρών.
Η Σλοβακία, η Εσθονία και η Λιθουανία εμφάνισαν την ταχύτερη ανάπτυξη τόσο στις τιμές των οικιστικών ακινήτων όσο και στις στεγαστικές χορηγήσεις. Το μεγαλύτερο χρέος των νοικοκυριών σε σχέση με το ΑΕΠ παρατηρήθηκε στην Ολλανδία, την Κύπρο και την Ελλάδα.
Από τη μεριά της η Ελλάδα μαζί με τις Κύπρο και Ολλανδία μπορεί να συγκαταλέγεται στις χώρες με το μεγαλύτερο χρέος των νοικοκυριών ως προς το ΑΕΠ, όμως είναι η χώρα με την καλύτερη εικόνα μεταξύ αυτών της Ευρωζώνης.
Οι ιδιοκτήτες σπιτιού, ωστόσο, δεν είναι τα μόνα πιθανά θύματα των υψηλότερων επιτοκίων, καθώς η ΕΚΤ χαρακτηρίζει επίσης τις υπερχρεωμένες κυβερνήσεις και εταιρείες, καθώς και τα νοικοκυριά με χαμηλότερο εισόδημα, ως ευάλωτα.
Η ΕΚΤ επανέλαβε την έκκλησή της να εφαρμόσει περιορισμούς, όπως να πει στις τράπεζες να διατηρούν περισσότερα κεφάλαια έναντι της έκθεσής τους σε ακίνητα, αλλά προειδοποίησε ότι οποιαδήποτε κίνηση θα πρέπει να σταθμίζεται έναντι των αντίθετων ανέμων στην ανάπτυξη από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η οποία έχει κάνει τα καύσιμα πιο ακριβά.
Είπε ότι η σύγκρουση είχε επιδεινώσει τις συνθήκες χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και νέες μειώσεις στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων ενδέχεται να είναι στο προσκήνιο.
«Περαιτέρω διορθώσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές θα μπορούσαν να προκληθούν από κλιμάκωση του πολέμου, ακόμη πιο αδύναμη παγκόσμια ανάπτυξη ή εάν η νομισματική πολιτική χρειαστεί να προσαρμοστεί ταχύτερα από το αναμενόμενο», ανέφερε η ΕΚΤ.
Το υψηλό δημόσιο χρέος αφενός θα επιβαρυνθεί περαιτέρω με την αύξηση των επιτοκίων. Αφετέρου και το χρέος των νοικοκυριών θα έχει την ίδια μοίρα, με την Ελλάδα να βρίσκεται στην κορυφή από πλευράς δημόσιου και πολύ υψηλά από πλευράς ιδιωτικού χρέους.