Όλο και περισσότεροι ενοικιαστές ανταγωνίζονται για όλο και λιγότερα ακίνητα, με αποτέλεσμα οι τιμές να παραμένουν ιδιαίτερα υψηλές, συγκριτικά πάντα με τα εισοδήματα των πολιτών». Με τη φράση αυτή επαγγελματίας της αγοράς ακινήτων εξηγεί την κατάσταση που έχει παγιωθεί στην Αθήνα και είναι ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους αγωνιούν πολλά νοικοκυριά.
Αλλωστε, αυτό έχει παρατηρηθεί πλέον και στις ανανεώσεις των συμβολαίων που είχαν συναφθεί πριν από μερικά χρόνια, το 2017, το 2018 ή ακόμα και το 2019. Πολλοί ιδιοκτήτες είχαν κρατήσει τα ενοίκια χαμηλά τα προηγούμενα χρόνια, θέλοντας να στηρίξουν τους ενοικιαστές τους και επιθυμώντας ασφαλώς να εξασφαλίσουν την έγκαιρη αποπληρωμή τους. Σήμερα όμως, μετά και την υγειονομική κρίση, οι περισσότεροι αναζητούν υψηλότερα ενοίκια λόγω και του πληθωρισμού. Ωστόσο, οι περισσότεροι ενοικιαστές αδυνατούν ή δεν επιθυμούν να συναινέσουν στις αυξήσεις αυτές, εκ των οποίων άλλωστε πολλές είναι ιδιαίτερα σημαντικές, φτάνοντας έως 50%, π.χ. από τα 400 στα 600 ευρώ.
Το αποτέλεσμα της κατάστασης αυτής είναι να παρατηρείται συνεχής εισροή νέων ενδιαφερομένων, δηλαδή ζήτησης, στην αγορά ενοικίασης κατοικιών. Αν σε αυτούς προστεθούν το φοιτητικό κύμα, που ήταν πολύ μεγάλο φέτος, οι ψηφιακοί «νομάδες» και φυσικά οι ξένοι επισκέπτες που διαμένουν σε ακίνητα μέσω ψηφιακών πλατφορμών βραχυχρόνιας μίσθωσης, καθίσταται όλο και πιο εμφανές ότι τα διαθέσιμα προς ενοικίαση ακίνητα, και ιδίως εκείνα που είναι υψηλής ποιότητας και σε καλά σημεία, είναι ελάχιστα. Ως εκ τούτου, και το κόστος είναι ανάλογα υψηλό.