Εισβολή στην Ουκρανία: Ριζικές αλλαγές στις οικονομικές προτεραιότητες της Ευρώπης

Οι προϋπολογισμοί δεν είναι απλώς στήλες με αριθμούς. Πρώτα από όλα, αποτυπώνουν τις προτεραιότητες και τις αξίες του εκάστοτε κράτους

Ο Νικολάε Τσιούκα είχε περάσει όλη του τη ζωή στον στρατό, πριν ψηφιστεί πρωθυπουργός της Ρουμανίας πριν από τέσσερις μήνες. Παρόλα αυτά, δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι θα παρουσιαζόταν ανάγκη να διοχετευτούν εκατομμύρια ευρώ για την έκτακτη παραγωγή χαπιών ιωδίου, με σκοπό την αντιμετώπιση της δηλητηρίασης από ραδιενέργεια σε περίπτωση πυρηνικής έκρηξης. Ούτε ότι οι στρατιωτικές δαπάνες της χώρας του θα αυξάνονταν κατά 25% μέσα σε ένα μόνο χρόνο.

«Ποτέ δεν σκεφτήκαμε ότι θα επιστρέφαμε στον Ψυχρό Πόλεμο και θα αναζητούσαμε ξανά ιωδιούχο κάλιο», λέει στους Times. «Δεν περιμέναμε ότι θα ξεσπούσε τέτοιος πόλεμος τον 21ο αιώνα».

Σε ολόκληρη την ΕΕ και τη  Βρετανία, αναφέρουν οι Times, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία μεταμορφώνει τις προτεραιότητες σε επίπεδο δαπανών και αναγκάζει τις κυβερνήσεις να προετοιμαστούν για απειλές που θεωρούσαν ότι ανήκαν στο παρελθόν, συμπεριλαμβανομένου και του ενδεχόμενου χρήσης βιολογικών ή ακόμη και πυρηνικών όπλων, από έναν στριμωγμένο ρώσο πρόεδρο.

Το αποτέλεσμα είναι μια ξαφνική αναδιαμόρφωση των προϋπολογισμών, με τις στρατιωτικές δαπάνες, τους κρίσιμους τομείς της ενέργειας και της γεωργίας και την ανθρωπιστική βοήθεια να μετατρέπονται σε κύριες προτεραιότητες και άλλες ζωτικές ανάγκες, όπως η εκπαίδευση και οι κοινωνικές υπηρεσίες να υπονομεύονται.

Έκρηξη στρατιωτικών δαπανών

Η πιο σημαντική μετατόπιση αφορά τις στρατιωτικές δαπάνες. Η στροφή 180 μοιρών της Γερμανίας είναι μακράν η πλέον δραματική εξέλιξη, με τον καγκελάριο, Όλαφ Σολτς, να υπόσχεται να αυξήσει τις δαπάνες πάνω από το 2% του ΑΕΠ της χώρας, ένα επίπεδο που δεν είχε αγγίξει εδώ και περισσότερα από 30 χρόνια. Αμέσως μετά την ανακοίνωσή του, διοχέτευσε το αστρονομικό ποσό των 100 δισ. ευρώ στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας, έπειτα από μεγάλο διάστημα υποχρηματοδότησης. Σχολιάζοντας τις εξελίξεις τον περασμένο μήνα, ο Σολτς είχε αναφέρει: «Χρειαζόμαστε αεροπλάνα που να πετούν, πλοία που να πλέουν και στρατιώτες εφοδιασμένους με τον βέλτιστο εξοπλισμό».

Πρόκειται για μια πραγματικά ιστορική στιγμή για μια χώρα που επιχειρούσε να αφήσει στο παρελθόν την επιθετική στρατιωτική της στάση που οδήγησε σε δυο καταστροφικούς παγκόσμιους πολέμους.

Γεωργία για καιρό πολέμου

Ένας τρόπος σκέψης που αρμόζει σε καιρό πολέμου εξαπλώνεται και σε άλλους τομείς πέραν της άμυνας. Με τις τιμές του πετρελαίου, των ζωοτροφών και των λιπασμάτων να έχουν εκτιναχθεί, η Ιρλανδία εισήγαγε πρόγραμμα «πολεμικής καλλιέργειας» την περασμένη εβδομάδα, με σκοπό την αύξηση της παραγωγής δημητριακών και δημιούργησε μια Εθνική Επιτροπή Ασφάλειας Τροφών και Ζωοτροφών για τη διαχείριση των απειλών στις προμήθειες τροφίμων.

Οι αγρότες θα λαμβάνουν έως και €400 για κάθε 25 επιπλέον στρέμματα που φυτεύονται με δημητριακά, όπως σιτάρι, βρώμη ή σίκαλη. Η φύτευση πρωτεϊνούχων καρπών, όπως ο αρακάς και τα φασόλια, χρηματοδοτείται αντιστοίχως με €300.

«Η παράνομη εισβολή στην Ουκρανία έχει θέσει τις εφοδιαστικές αλυσίδες μας υπό ακραία πίεση», δήλωσε ο Τσάρλι Μακόναλογκ, ο υπουργός γεωργίας, ανακοινώνοντας το πακέτο αξίας περίπου 12 εκατ. ευρώ. Η Ρωσία είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός σιτηρών του πλανήτη, ενώ η Ουκρανία αντιπροσωπεύει περίπου το 25% του συνόλου των παγκόσμιων εξαγωγών.

Μετατοπίσεις και στις εισαγωγές

Η Ισπανία περιορίζει τις προμήθειές της σε καλαμπόκι, ηλιέλαιο και άλλα προϊόντα από τη Ρωσία και την Ουκρανία. «Εξακολουθούμε να έχουμε αποθέματα, όμως θα πρέπει να κάνουμε αγορές από τρίτες χώρες», δήλωσε σε κοινοβουλευτική επιτροπή ο Λουίς Πλανάς, ο υπουργός γεωργίας της χώρας.

Ο Πλανάς ζήτησε από την Κομισιόν να προχωρήσει σε χαλάρωση των κανόνων για τις εισαγωγές από τη Λατινική Αμερική, μεταξύ άλλων και εκείνους που αφορούν το γενετικά τροποποιημένο καλαμπόκι για ζωοτροφές από την Αργεντινή, για να αντισταθμιστούν οι δυσκολίες στις προμήθειες.

Περικοπές φόρων στα καύσιμα

Οι εξωφρενικές τιμές της ενέργειας ασκούν επίσης έντονες πιέσεις σε κυβερνήσεις για περικοπές σε φόρους ή την έγκριση επιδοτήσεων, με σκοπό την ελάφρυνση των νοικοκυριών που δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν το κόστος της θέρμανσης ή των καυσίμων.

Η Ιρλανδία προχώρησε σε μείωση των φόρων της βενζίνης και ενέκρινε ενεργειακή πίστωση, αλλά και επιδόματα για τα πιο αδύναμα νοικοκυριά. Η Γερμανία ανακοίνωσε φοροελαφρύνσεις και επιδόματα της τάξης των €300 ανά άτομο.

Στην Ισπανία, η κυβέρνηση την προηγούμενη εβδομάδα συμφώνησε να αναλάβει το κόστος της βενζίνης, έπειτα από πολλές ημέρες απεργίας των φορτηγατζήδων και των αλιέων, που είχαν αφήσει τα σουπερμάρκετ με ελλείψεις σε πολλά είδη πρώτης ανάγκης.

Από την ανάπτυξη στην ύφεση

Και στη Βρετανία, οι μειώσεις στους φόρους των καυσίμων και η υποστήριξη των φτωχότερων νοικοκυριών θα κοστίσει συνολικά $3,2 δισ.

Η κατάσταση έχει αλλάξει σημαντικά από τον Οκτώβριο, όταν ο Ρίσι Σουνάκ, ο καγκελάριος του θησαυροφυλακίου, είχε ανακοινώσει προϋπολογισμό που όπως είχε πει ταίριαζε σε μια «οικονομία έτοιμη για μια νέα εποχή αισιοδοξίας», με μεγάλες αυξήσεις στις δαπάνες της παιδείας, της υγείας και της επαγγελματικής εκπαίδευσης.

Στην τελευταία του ομιλία ενώπιον του κοινοβουλίου, όμως, ο Σουνάκ προειδοποίησε ότι «θα πρέπει να προετοιμαστούμε για την πιθανότητα σημαντικής επιδείνωσης της οικονομίας και των δημοσιονομικών δεδομένων», καθώς η χώρα βιώνει τη μεγαλύτερη υποβάθμιση του επιπέδου διαβίωσης που έχει υποστεί ποτέ.

Οι φοροελαφρύνσεις στην ενέργεια έγιναν δεκτές με ανακούφιση από τον πληθυσμό, όμως τα μειωμένα έσοδα ασκούν ακόμη μεγαλύτερες πιέσεις στις κυβερνήσεις που ήδη είναι αναγκασμένες να διαχειριστούν χρέη σε επίπεδα ρεκόρ.

Τα χρέη της πανδημίας

«Το πρόβλημα είναι ότι ορισμένα κράτη έχουν ήδη υψηλά επίπεδα χρέους – στην Ιταλία και τη Γαλλία ξεπερνά το 100% του ΑΕΠ», σημειώνει η Λουκρέτσια Ράιχνλιν, καθηγήτρια οικονομικών στο London Business School, αναφερόμενη στα τεράστια ποσά που διοχετεύτηκαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας. «Αυτό είναι κάτι πολύ καινούργιο για την οικονομική πολιτική της ένωσης».

Σύμφωνα με τους κανόνες της ΕΕ, οι οποίοι αναστάλθηκαν προσωρινά το 2020 εξαιτίας της πανδημίας, το όριο του δημόσιου χρέους ορίζεται στο 60% της οικονομικής παραγωγής της κάθε χώρας.

Και οι πιέσεις στους προϋπολογισμούς συνεχίζονται. Οι ευρωπαίοι ηγέτες δήλωσαν στη διάρκεια του μήνα ότι οι αμυντικές και ενεργειακές δαπάνες μπορεί να αγγίξουν ακόμη και τα $2,2 δισ.

Τα γερμανικά καύσιμα

Για τη Γερμανία, τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, το κόστος είναι τεράστιο. Ο κυβερνητικός σχηματισμός έχει δεσμεύσει $1,7 δισ. για την αγορά υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) και επενδύει σχεδόν το ίδιο ποσό στην οικοδόμηση τερματικού LNG και την ενοικίαση αρκετών πλωτών τερματικών, προκειμένου να αμβλύνει την εξάρτησή του από τη Μόσχα. Ταυτόχρονα, έχει συμφωνήσει να κρατήσει την εφεδρεία των εργοστασίων λιθάνθρακα, παρά το γεγονός ότι έχει δεσμευτεί να επενδύσει σχεδόν $220 δισ. μέσα στην επόμενη τετραετία για να επισπεύσει τη μετάβαση της χώρας στις ΑΠΕ.

Οι ενεργειακές προμήθειες της Γερμανίας βρίσκονται σε «ιστορικό σημείο καμπής», καθώς απομακρύνεται από τα ρωσικά καύσιμα, ανέφερε σε υπόμνημά της η Deutsche Bank Research την περασμένη εβδομάδα,. Οι ενεργειακοί δεσμοί μεταξύ των δυο κρατών είχαν επιβιώσει για δεκαετίες, «αντέχοντας ακόμη και στις πιο καυτές στιγμές του Ψυχρού Πολέμου», όμως τώρα «πρόκειται να χαλαρώσουν για πολλά χρόνια».

Πρόσφυγες

Και φυσικά, η υποστήριξη 3,7 εκατ. προσφύγων από την Ουκρανία που έχουν περάσει τα σύνορα του μπλοκ έχει επίσης το κόστος της. Εκτιμάται ότι η στέγαση, η μεταφορά η σίτιση και η διαχείριση των προσφύγων θα απαιτήσει έως και $30 δισ. μέσα σε έναν μόλις χρόνο.

Ορισμένες χώρες έχουν προχωρήσει ακόμη περισσότερο, με την Πολωνία και τη Ρουμανία να προσφέρουν στους πρόσφυγες τις ίδιες εκπαιδευτικές, υγειονομικές και κοινωνικές υπηρεσίες που δικαιούνται και οι πολίτες τους.

Προϋπολογισμοί

Οι προϋπολογισμοί, παρατηρούν οι Times, δεν είναι απλώς στήλες από αριθμούς. Κυρίως, αποτελούν την πλέον ουσιαστική διακήρυξη των προτεραιοτήτων μιας χώρας, αντανακλώντας τις αξίες της.

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία άλλαξε άρδην τα δεδομένα.

Στη διάρκεια του μήνα, η ΕΕ συμφώνησε να «αυξήσει σημαντικά τις στρατιωτικές δαπάνες» και να «επενδύσει περισσότερο στις δυνατότητες που απαιτούνται για να πραγματοποιεί κάθε μορφής αποστολές».

Η δέσμευση περιλαμβάνει χώρες που δεν συμμορφώνονταν με τον στόχο που είχε θέσει το ΝΑΤΟ, οι στρατιωτικές δαπάνες των μελών να αγγίζουν τουλάχιστον το 2% της εθνικής οικονομικής παραγωγής, αλλά και εκείνες που το ξεπερνούσαν.

Ποσοστά

Έκθεση του γαλλικού κοινοβουλίου που δημοσιεύθηκε τον Φεβρουάριο, μια εβδομάδα πριν την εισβολή, κατέληγε ότι σε περίπτωση συμβατικού πολέμου πλήρους ισχύος, όπως αυτός στην Ουκρανία, θα απαιτούνταν επιπλέον $44 έως $66 δισ. σε ορίζοντα 12 ετών για την ενίσχυση της γαλλικής στρατιωτικής μηχανής. Ο γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, έχει δεσμευτεί να αυξήσει σημαντικά τις στρατιωτικές δαπάνες της χώρας του, οι οποίες ήδη αγγίζουν τα $45 δισ. ξεπερνώντας το 10% του συνολικού προϋπολογισμού, σε περίπτωση που επανεκλεγεί στις προεδρικές εκλογές του Απριλίου.

Η Κάγια Κάλας, η πρωθυπουργός της Εσθονίας, έγραψε σε άρθρο της στους Times ότι «φέτος θα δαπανήσουμε το 2,3% του ΑΕΠ μας. Στα επόμενα χρόνια, το ποσοστό θα αγγίξει το 2,5%».

Το Βέλγιο, η Ιταλία, η Πολωνία, η Λετονία, η Λιθουανία, η Νορβηγία και η Σουηδία – με την τελευταία να είναι ουδέτερη και να μην ανήκει στο ΝΑΤΟ – έχουν επίσης ανακοινώσει αύξηση των στρατιωτικών δαπανών τους.

«Είναι ευθύνη μας να λάβουμε μέτρα αυτοπροστασίας», εξηγεί στους Times ο Τσιούκα, ο ρουμάνος πρωθυπουργός. Κανείς  δεν ξέρει πόσο καιρό θα κρατήσει ο πόλεμος στην Ουκρανία, «όμως πρέπει να επαναξιολογήσουμε και να προσαρμοστούμε στα όσα θα μπορούσαν να συμβούν στο μέλλον», καταλήγει.

«Πρέπει να προετοιμαστούμε για το αναπάντεχο».