Εισβολή στην Ουκρανία: Ο Ζελένσκι ψάχνει κεφάλαια στη Wall Street

Η αποφασιστικότητα της Ουκρανίας να προφυλάξει τη χώρα από την οικονομική κατάρρευση φάνηκε ήδη από τις πρώτες ημέρες του πολέμου

Μια συμφωνία για την αναδιάρθρωση χρέους μεταξύ αναδυόμενων αγορών και πιστωτών προϋποθέτει την πάροδο μηνών ή ακόμη και ετών.

 

 

 

Το υπουργείο Οικονομικών της Ουκρανίας και ίσως πιο πολύ από όλους ο Yuriy Butsa, επικεφαλής της υπηρεσίας διαχείρισης δημοσίου χρέους, το κατάφερε μέσα σε τρεις εβδομάδες, αποκαλύπτει η Wall Street Journal. Από την αρχή της ρωσικής εισβολής, η Ουκρανία έχει διαπραγματευτεί διεθνή δάνεια και εξωτερική βοήθεια άνω των 30 δισ. δολαρίων εν μέσω σφοδρών επιθέσεων που για ένα διάστημα έφθασαν μέχρι τα περίχωρα του Κιέβου.

Εκτός των άλλων, όμως, το Κιέβο κατάφερε τον Αύγουστο να κερδίσει διετή αναβολή σε ομολογιακές υποχρεώσεις 20 δισ. δολαρίων της Ουκρανίας στο εξωτερικό, εξοικονομώντας περίπου 6 δισ. δολάρια. Σε αυτό συνετέλεσε η διαμεσολάβηση των ΗΠΑ, της Μ. Βρετανίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας, αλλά και η ανεμπόδιστη συνεργασία από τις Blackrock, Fidelity και Amia Investors, που αποδέχτηκαν εξαρχής τη νέα συμφωνία.

Ως αποτέλεσμα, περίπου το 75% των επενδυτών σε ουκρανικά ομόλογα έδωσαν το πράσινο φως στη διετή παράταση, αλλά και σε αλλαγές των όρων καταβολής κουπονιών σε όσους τίτλους συνδέονται με το ΑΕΠ της χώρας, αναφέρει η Wall Street Journal.

Η αποφασιστικότητα της Ουκρανίας να προφυλάξει τη χώρα από την οικονομική κατάρρευση φάνηκε ήδη από τις πρώτες ημέρες του πολέμου.

Αρχές Μαρτίου κατάφερε να αποπερατώσει την έκδοση ομολόγων πολέμου της τάξεως των 8,1 δισ. γριβνών ή 277 εκατ. δολαρίων, καταδεικνύοντας την πρόθεση επενδυτών να παράσχουν κεφάλαια στη χώρα. Αφενός, οι οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία είναι τερατώδεις. Υπολογίζεται πως η οικονομία θα έχει συρρικνωθεί κατά 45% μέχρι τα τέλη του 2022, ενώ οι μηνιαίες ανάγκες για τη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού υπολογίζονται στα 5 δισ. δολάρια και το κόστος ανοικοδόμησης εκτιμάται τουλάχιστον στα 346 δισ. ευρώ.

Αφετέρου, η Ουκρανία παραμένει μια πλούσια χώρα σε αγροτική παραγωγή, αντιπροσωπεύοντας, ανάμεσα σε άλλα, πάνω από το 40% της παγκόσμιας παραγωγής ηλιέλαιου. Το 2020, προσέλκυσε άμεσες ξένες επενδύσεις της τάξεως των 50 δισ. δολαρίων, αποτελώντας ένα σημαντικό κομμάτι της εφοδιαστικής αλυσίδας των ευρωπαϊκών αυτοκινητοβιομηχανιών. Πέρυσι, προσέλκυσε 554 εκατ. ευρώ σε κεφάλαια της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, ενώ τα λιμάνια της παίζουν κομβικό ρόλο στο παγκόσμιο εμπόριο.

Εκτός της θετικής προοπτικής της Ουκρανίας, η γεωπολιτική θέση της είναι μείζονος σημασίας για την πολιτική και οικονομική σταθερότητα της υπόλοιπης ανατολικής Ευρώπης, μια παράμετρο που τονίζει συστηματικά η Πολωνία. «Είναι πολύ σημαντικό να συνεχίσει η Ουκρανία να δέχεται στήριξη από τη διεθνή κοινότητα προκειμένου να μπορεί να καλύπτει τις λειτουργικές ανάγκες της» σχολίασε η Anna Bjerde, αντιπρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας για την Ευρώπη και την Κεντρική Ασία, στην Deutsche Welle.

Προς το παρόν, η Ουκρανία διαθέτει συναλλαγματικά αποθέματα 24 δισ. δολαρίων. Από την υποσχόμενη διεθνή βοήθεια των 30 δισ. δολαρίων έχει εισπράξει μόνον το ένα τρίτο των κεφαλαίων. Τα ομόλογα της χώρας αξιολογούνται στα 20 σεντς ως προς το δολάριο αντί των 80 σεντς που ίσχυαν πριν τον πόλεμο, σύμφωνα με την Advantage Data και τη Wall Street Journal. Αλλά, όπως επισημαίνει η αμερικανική εφημερίδα, ο Yuriy Butsa και άλλα στελέχη του υπουργείου Οικονομικών διατηρούν ανοικτές τις διαύλους επικοινωνίας με τον επενδυτικό κόσμο στο εξωτερικό, έχοντας ως συμβούλους τις Rothschild και JPMorgan, στην αναδιάρθρωση των ομολόγων της προ διμήνου.

Σήμερα η πρόκληση για την Ουκρανία είναι να προσελκύσει ιδιωτικά κεφάλαια για την ανοικοδόμησή της εκτός της οικονομικής βοήθειας από κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμούς.

Υπάρχει μεγάλη διστακτικότητα των επενδυτών να δεσμεύσουν κεφάλαια στη χώρα όσο συνεχίζεται ο πόλεμος. Αλλά, όπως επισημαίνεται από την Anna Bjerde, η υποστήριξη της χώρας κατά τη διάρκεια του πολέμου θα αποτρέψει την περαιτέρω κατάρρευσή της.