Τον μισό χρόνο δουλεύουμε, προκειμένου να πληρώνουμε φόρους και ασφαλιστικές εισφορές. Την εικόνα αυτή έρχεται να επιβεβαιώσει η μελέτη του Κέντρου Φιλελευθέρων Μελετών – Μάρκος Δραγούμης, που διεξάγει τη μελέτη για 8η συνεχόμενη χρονιά.
Τις 181 από τις 365 ημέρες του τρέχοντος χρόνου εργαστήκαμε προκειμένου να πληρώσουμε φόρους και εισφορές, με την Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας να είναι η 1η Ιουλίου. (σσ η Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας είναι η πρώτη ημέρα κατά την οποία το εισόδημα του φορολογούμενου, από κάθε πηγή, του ανήκει εξ ολοκλήρου).
Για το τρέχον έτος, η συνολική επιβάρυνση πολιτών και ανέρχεται σε 76,2 δισ. και είναι σχεδόν διπλάσια από το ποσό. που καταβάλλουν τα νοικοκυριά για την κάλυψη των βασικών τους αναγκών για διατροφή, ένδυση, στέγαση, οικιακά αγαθά, μεταφορές και επικοινωνίες.
Αυτά τα 76,2 δισ. κατανέμονται ως εξής: – €32 δισ. από έμμεσους φόρους (το 42% των συνολικών εσόδων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές), – €17,8 δισ. από άμεσους φόρους (το 23,4% των συνολικών εσόδων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές), – €26,1 δισ. από ασφαλιστικές εισφορές (το 34,3% των συνολικών εσόδων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές), και – €170 εκ. από φόρους επί του κεφαλαίου (το 0,2% των συνολικών εσόδων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές).
Σύμφωνα με την μελέτη του ΚΕΦΙΜ οι πολλές ημέρες που εργαζόμαστε για το κράτος, δηλαδή οι ημέρες που μεγάλο μέρος του εισοδήματος που παράγουμε πηγαίνει μέσω φόρων και ασφαλιστικών εισφορών στην διαχείριση της Γενικής Κυβέρνησης, φαίνεται πως δεν συνδυάζονται ούτε με αναπτυξιακή οικονομική πολιτική, ούτε με αποτελεσματική κοινωνική πολιτική, όπως συχνά παρουσιάζεται ως κοινωνική στόχευση.
Το μίγμα φορολογικής πολιτικής που ακολουθεί η Ελλάδα φαίνεται να έχει πενιχρά αναπτυξιακά αποτελέσματα και σχετικά μικρή κοινωνική αποτελεσματικότητα, σε σύγκριση με τις αναπτυγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες. Φορολογική επιβάρυνση και αναπτυξιακή οικονομική πολιτική. Η Ελλάδα έχει υψηλή φορολογική επιβάρυνση με 7 περισσότερες ημέρες εργασίας από τον μέσο όρο των 29 ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών οικονομιών που εξετάζονται και παράλληλα ένα από τα μεγαλύτερα μεγέθη παραοικονομίας. Το 2019 το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο υπολόγιζε το μέγεθος της ελληνικής παραοικονομίας στο 29,4% του ΑΕΠ, το 7ο υψηλότερο ποσοστό ανάμεσα σε 29 ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της φετινής μελέτης:
Σε σύγκριση με την περσινή χρονιά το 2022 εργαστήκαμε 2 ημέρες λιγότερο για να πληρώσουμε φόρους και εισφορές, καθώς σύμφωνα με τα απολογιστικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2021 εργαστήκαμε για το κράτος 183 ημέρες (Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας 2021: 3 Ιουλίου).
Από το 2010 στο 2020 προστέθηκαν 25 επιπλέον ημέρες εργασίας για το κράτος, μία αύξηση που είναι η δεύτερη μεγαλύτερη ανάμεσα σε 28 ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες.
Το 2020 η Ελλάδα είχε μία από τις μεγαλύτερες φορολογικές επιβαρύνσεις στην Ευρώπη, ενώ παράλληλα κατέγραφε υψηλό μέγεθος παραοικονομίας (7η χειρότερη επίδοση), χαμηλή ανταγωνιστικότητα φορολογίας επιχειρήσεων (8η χειρότερη επίδοση), υψηλή ανισότητα (7η χειρότερη επίδοση) και υψηλό ποσοστό πολιτών κάτω από το όριο της φτώχειας (9η χειρότερη επίδοση) ανάμεσα στις 29 ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες που εξετάζονται.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΚΕΦΙΜ Αλέξανδρο Σκούρα, «παρά τις μειώσεις σε φόρους και εισφορές που έχει εφαρμόσει η Κυβέρνηση είναι σαφές ότι το πρόβλημα της υπερφορολόγησης παραμένει. Οι Έλληνες φορολογούμενοι συνεχίζουν να πληρώνουν κάθε χρόνο έναν πολύ ακριβό λογαριασμό στο κράτος, και παραμένουν απογοητευμένοι από την ποιότητα των υπηρεσιών που αυτό τους επιστρέφει. Από την πλευρά του ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Άδωνις Γεωργιάδης ανέφερε ότι «Η φετινή έκθεση του ΚΕΦΙΜ, όπως και οι αντίστοιχες εκθέσεις άλλων οργανισμών και φορέων, έρχεται να επιβεβαιώσει ότι η Κυβέρνηση του Κυρ. Μητσοτάκη βρίσκεται σε σταθερή τροχιά μείωσης φόρων και ασφαλιστικών εισφορών. Συνεπής στην ιδεολογία και τις προγραμματικές δεσμεύσεις της, επιλέγει στρατηγικά να απαντήσει στην παροδική αλλά πρωτόγνωρη διπλή κρίση, πόλεμο και πανδημία, και με φοροαπαλλαγές μόνιμου χαρακτήρα, ακριβώς για να στηρίξει τον παραγωγικό ιστό μαζί βεβαίως με το εισόδημα, ιδίως των πιο ευάλωτων».