Αναπτυξιακή «έκρηξη» βλέπει (και) η Deutsche Bank στην Ελλάδα φέτος, τοποθετώντας την αύξηση του ΑΕΠ στο 8,7% και στα υψηλότερα επίπεδα στην περιοχή της ευρωζώνης και της Ε.Ε μετά το 14,9% της Ιρλανδίας.
Παράλληλα βλέπει σημαντική μείωση των ελλειμμάτων αλλά και εκτόξευση του πληθωρισμού το 2022, ένα ζήτημα το οποίο όπως επισημάνει θα απασχολήσει έντονα την ευρωζώνη και μπορεί να φέρει νωρίτερα τις αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ.
Πιο αναλυτικά
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της γερμανικής τράπεζας, η ανάπτυξη στην ευρωζώνη φέτος θα διαμορφωθεί στο 5,1%, στις ΗΠΑ στο 5,6% και στην παγκόσμια οικονομία στο 5,8%, κάνοντας το 8,7% που θα καταγράψει η Ελλάδα από τους κορυφαίους ρυθμούς ανάπτυξης διεθνώς.
Η διετία 2022-2023 θα είναι μία περίοδος ισχυρής ανάπτυξης για την Ελλάδα, αν και χαμηλότερων από φέτος λόγω και της υψηλή βάσης εκκίνησης, με την αύξηση του ΑΕΠ στη χώρα να τοποθετείται στο 4,4% και στο 3,8% αντίστοιχα.
Τι γίνεται στην ευρωζώνη
Συγκριτικά, στην ευρωζώνη το 2022-2023 η ανάπτυξη θα διαμορφωθεί στο 3,8% και 2,8%, στις ΗΠΑ στο 4,4% και 2,4% και στην παγκόσμια οικονομία στο 4,3% και 3,7% αντίστοιχα.
Το 2022 η Deutsche Bank αναμένει εκτόξευση του πληθωρισμού διεθνώς, ο οποίος στην ευρωζώνη θα διαμορφωθεί στο 3% μετά το 2,6% φέτος. Στις ΗΠΑ θα φτάσει το 4,9% από 4,7% ετησίως φέτος, στην παγκόσμια οικονομία στο 4,6% από 4% ενώ στην Ελλάδα θα εκτιναχθεί στο 2,8% από 0,3% φέτος.
Σε ό,τι αφορά τα δημοσιονομικά, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Deutsche Bank το έλλειμμα του προϋπολογισμού της Ελλάδας αναμένεται να μειωθεί έντονα το επόμενο έτος και στο 4% από το 10% φέτος, ενώ το 2023 θα κινηθεί στο 1%.
Ο λογαριασμός τρεχουσών συναλλαγών θα είναι επίσης ελλειμματικός και από έλλειμα 6% φέτος, το 2022 θα σημειώσει έλλειμα 4% και το 2023 3%.
‘Όπως επισημαίνει πως τους τελευταίους έξι μήνες έχει προχωρήσει σε υποβάθμιση των εκτιμήσεών της για το ΑΕΠ της ευρωζώνης το 2022 στο 3,8% (από 4,8%), κυρίως λόγω των ελλείψεων στην εφοδιαστική αλυσίδα, συμπεριλαμβανομένων των υψηλότερων τιμών του φυσικού αερίου, αλλά περιλαμβάνει επίσης ένα κόστος από την Όμικρον και το χειμερινό κύμα της πανδημίας.
Πώς θα κυμανθεί το ΑΕΠ
Αναμένει ότι το ΑΕΠ της περιοχής θα μείνει σε γενικές γραμμές στάσιμο το δ’ τρίμηνο του 2021 και το α’ τρίμηνο του 2022 (με τη Γερμανία να ενδέχεται να σημειώσει τεχνική ύφεση) πριν ανακάμψει στη συνέχεια.
Πάντως η γερμανική τράπεζα εκτιμά πως η πανδημία και οι ελλείψεις εφοδιασμού θα καθυστερήσουν και δεν θα «γονατίσουν» την οικονομική δραστηριότητα. Η απάντηση της Ε.Ε στην κρίση της πανδημίας με μέτρα στήριξης της εργασίας, κρατικές εγγυήσεις και την ενεργοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης, ενδέχεται δώσουν μία προσωρινή ώθηση στην τάση της ανάπτυξης μετά την πανδημία.
Για τον πληθωρισμό
Σε ότι αφορά το «φλέγον» θέμα του πληθωρισμού τον οποίο και τοποθετεί στους μεγάλους κινδύνους για το 2022 για την περιοχή της ευρωζώνης, η Deutsche Bank πως τα αποτελέσματα βάσης αναμένεται να τον ωθήσουν χαμηλότερα σταδιακά το 2022. Αυτό ωστόσο δεν θα αφαιρέσει μεγάλο μέρος της πίεσης από την ΕΚΤ.
Αναμένεται ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και η εστίαση της αγοράς να στραφούν στον αυξανόμενο υποκείμενο πληθωρισμό, ο οποίος είχε κολλήσει αρκετά κάτω από τον στόχο στο 1,25% πριν από την πανδημία, και αναμένεται να αυξηθεί σταδιακά —και με βιώσιμο τρόπο— προς τον στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα.
Οι επίμονες ελλείψεις της εφοδιαστικής αλυσίδας θα τονώσουν τον πληθωρισμό των βασικών αγαθών, η πράσινη μετάβαση θα αυξήσει τον πληθωρισμό της ενέργειας και η πιο «σφιχτή» αγορά εργασίας θα τονώσει τον πληθωρισμό των μισθών. Επίσης, όπως τονίζει, η Όμικρον πιθανότατα θα στηρίξει τον πληθωρισμό επιδεινώνοντας την εφοδιαστική αλυσίδα και τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού.
Κίνδυνος η βιωσιμότητα του χρέους των χωρών
Ένας άλλος μεγάλος κίνδυνος για την ευρωζώνη το 2022 είναι σύμφωνα με την γερμανική τράπεζα η βιωσιμότητα του χρέους των χωρών.
Στο βασικό της σενάριο, το επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ αναμένεται να αυξηθεί στο μηδέν στο τέλος του 2024 και να κινηθεί σταδιακά υψηλότερα στο +0,50% στο τέλος του 2026.
Μια μέτρια νομισματική σύσφιξη ενδέχεται να μην είναι ένα αγχωτικό και αποσταθεροποιητικό γεγονός για τη ζώνη του ευρώ, ωστόσο για τους εξής λόγους: (1) η ΕΚΤ είναι ευαίσθητη στον κίνδυνο κατακερματισμού και είναι πιθανό να εφαρμόσει νέες ευελιξίες στο QE για να τον αντιμετωπίσει, (2) λόγω του NGEU, το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης του δημόσιου χρέους κατά τη διάρκεια της πανδημίας οφείλεται στον επίσημο τομέα, όχι στον ιδιωτικό τομέα, (3) επίσης βοηθητική είναι η πολιτική συνοχή της ΕΕ, τουλάχιστον προς το παρόν, με μια άλλη φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση στο Βερολίνο υπό τον Όλαφ Σολτς, έναν mainstream υποψήφιο που είναι πιθανό να κερδίσει τη γαλλική προεδρία σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις — πολύ πιθανόν με τον Eμανουέλ Μακρόν για δεύτερη θητεία — και ο Μάριο Ντράγκι να χρησιμοποιεί το NGEU για να μεταμορφώσει την ιταλική οικονομία., και (4) η αρχική σύσφιξη θα μπορούσε αναμφισβήτητα να είναι θετική για τις τράπεζες και, ως εκ τούτου, να είναι λιγότερο επιζήμια για τις συνθήκες χρηματοδότησης και την ανάπτυξη, καθώς τα επιτόκια πολιτικής μεταβαίνουν από τα αρνητικά σε θετικά.
Ωστόσο, εάν ο πληθωρισμός εκπλήξει ανοδικά τα επόμενα χρόνια θα βρεθεί έτσι σταθερά πολύ πάνω από τον στόχο του 2% και των κριτηρίων αύξησης των επιτοκίων της ΕΚΤ.
Σύμφωνα με το πλαίσιο κανόνων πολιτικής, εάν η ΕΚΤ περίμενε ότι ο πληθωρισμός θα εκπλήξει σε αυτόν τον βαθμό, το επιτόκιο καταθέσεων θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον 100 μονάδες βάσης υψηλότερο από το βασικό επιτόκιο μέχρι το τέλος του 2023. Αυτός ο βαθμός και η ταχύτητα της νομισματικής σύσφιξης θα μπορούσαν να απειλήσουν τη βιωσιμότητα του χρέους και τη συνέχιση της ανάκαμψης, όπως τονίζει η γερμανική τράπεζα.