Ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι κυρώσεις της Δύσης κατά της Ρωσίας έχουν προκαλέσει τεράστιες αναταράξεις στις αγορές εμπορευμάτων παγκοσμίως και σύμφωνα με την Citi, θα φέρουν και μεγάλες ανακατατάξεις, διαμορφώνοντας μία νέα τάξη πραγμάτων.
Ευρώπη και ΗΠΑ κόβουν τους περισσότερους εμπορικούς δεσμούς με τη Ρωσία, χάνοντας μία πολύτιμη πηγή ενέργειας, τροφίμων και μετάλλων, ενώ η ρωσική οικονομία απομονώνεται από τον υπόλοιπο κόσμο. Όπως και να εξελιχθούν τα πράγματα στην Ουκρανία, είναι πολύ πιθανό η Ρωσία να χάσει σύντομα – ίσως και νόμιμα – τη θέση του κορυφαίου εξαγωγέα κρίσιμων υλικών και αγαθών.
Πολλοί παραδοσιακοί «πελάτες» της Μόσχας αρχίζουν να υιοθετούν τη στάση που εδώ και χρόνια κρατάει η Κίνα, σύμφωνα με την οποία για λόγους στρατηγικής και ασφάλειας, οι εισαγωγές ανά προμηθευτή πρέπει να περιορίζονται στο 15%.
Ακόμη και αν συμπλεύσουν Ρωσία και Κίνα, το σωρευτικό τους ΑΕΠ μετά βίας ξεπερνά το 17% του παγκόσμιου ΑΕΠ (1,95% είναι μόλις το μερίδιο της Ρωσίας), όταν οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ καταλαμβάνουν το 55,88% του παγκόσμιου ΑΕΠ και επίσης μετρούν πολλές περισσότερες χώρες στη σφαίρα επιρροής τους.
Όλα αυτά θα κάνουν μεγάλη διαφορά όταν κάτσει η σκόνη και η Κίνα κληθεί να αποφασίσει προς τα που την οδηγούν τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα.
Με φόντο τις τρέχουσες εξελίξεις, οι αναλυτές της αμερικανικής τράπεζας υποβαθμίζουν τις προβλέψεις για την παγκόσμια ανάπτυξη στο 3,3% το 2022 και 3,1% το 2023. Ταυτόχρονα αναβαθμίζουν τις προβλέψεις για τον πληθωρισμό στο 6,1% φέτος και 3,4% του χρόνου.
Η Citi τονίζει ότι η σύγκρουση Ρωσίας-Ουκρανίας δεν αποτελεί ένα μεμονωμένο φαινόμενο. Συγκαταλέγεται σε μία μακρά σειρά εκούσιων αναταράξεων στο πεδίο της προσφοράς, ορισμένες από τις οποίες είναι αλληλοτροφοδοτούμενες, ενώ υπάρχουν πέντε κανάλια μέσω των οποίων ο πόλεμος επηρεάζει την παγκόσμια οικονομία.
Το πρώτο είναι η εκρηκτική άνοδος στις τιμές της ενέργειας και των εμπορευμάτων. Μπορεί η οικονομία της Ρωσίας να είναι μικρότερη από της Ιταλίας, όμως παράγει και εξάγει τεράστιες ποσότητες ενέργειας, σιτηρών και μετάλλων. Γι’ αυτό η απομόνωση της Ρωσίας θα έχει σοβαρό αντίκτυπο στη σταθερότητα των τιμών παγκοσμίων αφού διαταράσσεται το υφιστάμενο σύστημα με τρόπο που είχε να καταγραφεί από τον ψυχρό πόλεμο.
Το δεύτερο είναι οι άμεσες διαταράξεις στις εφοδιαστικές αλυσίδες, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την ενεργειακή τροφοδοσία της Ευρώπης. Η Ευρώπη θέλει να απεξαρτηθεί από το ρωσικό φυσικό αέριο, σε μία διαδικασία η οποία εκ των πραγμάτων συντηρεί τον ενεργειακό πληθωρισμό. Είναι ενδεικτικό ότι τα μεγαλύτερα οικονομικά ινστιτούτα της Γερμανίας εκτιμούν ότι αν η Ευρώπη διακόψει πλήρως την προμήθεια φυσικού αερίου, η οικονομία της θα βιώσει μια νέα ύφεση.
Το τρίτο είναι η επιδείνωση των χρηματοδοτικών συνθηκών λόγω των αναταράξεων στα διεθνή χρηματιστήρια και της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής από τις μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες. Με όλα αυτά που συμβαίνουν και με τη Fed να επιταχύνει την αύξηση των επιτοκίων, οι επενδυτές χάνουν την πρόσβαση στην άπλετη ρευστότητα της περασμένης δεκαετίας και αυτή η εξέλιξη μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στις παγκόσμιες ανακατατάξεις.
Το τέταρτο είναι ο κίνδυνος νέων αναταράξεων στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Εκεί που οι αναλυτές πρότειναν μετοχές εταιρειών που θα ωφελούνταν από την επίλυση των προβλημάτων στη μετά την πανδημία εποχή, ήρθε το μεγάλο lockdown στη Σαγκάη να αλλάξει τα δεδομένα.
Τέλος, το πέμπτο είναι η εκτίναξη της αβεβαιότητας για κάθε πιθανό και απίθανο κίνδυνο και η επίδραση που αυτή θα έχει στην εμπιστοσύνη, τις επενδύσεις και την κατανάλωση. Μετά την πανδημία που ήταν ο μεγαλύτερος μαύρος κύκνος των τελευταίων δεκαετιών, ξέσπασε ένας πόλεμος στην Ευρώπη ενώ η Μόσχα απειλεί ακόμη και με χρήση πυρηνικών. Είναι λογικό σε αυτό το περιβάλλον οι επενδυτές να είναι διστακτικοί και αυτοί που θα κάνουν τις σωστές κινήσεις θα ενισχύσουν τη θέση τους στην νέα παγκόσμια τάξη.