Η απόφαση της Gazprom να κλείσει επ’ αόριστον τις ροές φυσικού αερίου προς την Ευρώπη μέσω του αγωγού Nord Stream 1, αυξάνει τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η γερμανική οικονομία, όμως το μέγεθος της οικονομικής ζημιάς παραμένει εξαιρετικά αβέβαιο, εκτιμά σε νέα της έκθεση η Capital Economics.
Στο ίδιο πλαίσιο, το δημοσιονομικό πακέτο των 65 δισ. ευρώ που ανακοίνωσε η γερμανική κυβέρνηση θα μετριάσει τον αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομική δραστηριότητα και θα περιορίσει την ανοδική επίδραση στον πληθωρισμό. Επιπλέον, η βρετανική εταιρεία οικονομικών μελετών διατηρεί την πρόβλεψή της ότι η ΕΚΤ θα προχωρήσει, ανεξάρτητα από τις τελευταίες εξελίξεις, στην αύξηση των επιτοκίων κατά 75 μονάδες βάσης την Πέμπτη.
Με την Gazprom να ανακοινώνει το κλείσιμο του Nord Stream 1, περισσότεροι κίνδυνοι για την οικονομία της Γερμανίας υλοποιούνται, αλλά και δεν είναι ακόμη ξεκάθαρη η επίπτωση της εξέλιξης αυτής στην ενεργειακή κατανάλωση και στην οικονομία γενικότερα. Ενώ η επιβολή δελτίου στην κατανάλωση φυσικού αερίου είναι πλέον πιο πιθανή, η Capital Economics σημειώνει ότι μπορεί ακόμη να αποτραπεί, για παράδειγμα στην περίπτωση που ο χειμώνας αποδειχθεί ηπιότερος από το συνηθισμένο.
«Οι επιχειρηματικές έρευνες εμφανίζονται ήδη πολύ αδύναμες και προβλέπουμε μια αρκετά βαθιά ύφεση στη Γερμανία στα επόμενα τρίμηνα. Αυτό πλέον γίνεται ακόμη πιο πιθανό», τονίζει.
Το κλείσιμο του αγωγού αυξάνει και τους δημοσιονομικούς κινδύνους. Το πακέτο των 65 δις. ευρώ που ανακοίνωσε η κυβέρνηση το Σαββατοκύριακο θα χρηματοδοτηθεί από τον έκτακτο φόρο στα κέρδη των παραγωγών ενέργειας και επομένως δεν θα έχει άμεσο αντίκτυπο στον προϋπολογισμό. Όμως μια ασθενέστερη οικονομία θα οδηγούσε σε μεγαλύτερο έλλειμμα αν οι τιμές της ενέργειας αναγκάσουν τις επιχειρήσεις να κλείσουν και να απολύσουν εργαζόμενους. Επίσης, είναι πιθανό να εφαρμοστούν και νέα μέτρα, ενώ οι κυβερνήσεις ενδέχεται να χρειαστεί να στηρίξουν ακόμη περισσότερο τις ενεργειακές επιχειρήσεις.
Σε κάθε περίπτωση, η χθεσινή άνοδος των τιμών του φυσικού αερίου ενισχύει τις πληθωριστικές πιέσεις. Στο παρελθόν μία αύξηση κατά 10% στις τιμές φυσικού αερίου οδηγούσε σε αύξηση της τάξης του 1% στον πληθωρισμό ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου στη Γερμανία. Επομένως, αν η κατά 30% άνοδος των τιμών φυσικού αερίου διατηρηθεί, θα προσθέσει 3% στον δείκτη τιμών καταναλωτή για ηλεκτρισμό και φυσικό αέριο. Από τη στιγμή που ο ηλεκτρισμός και το φυσικό αέριο αντιστοιχούν περίπου στο 8% του καλαθιού του πληθωρισμού, η άνοδος θα οδηγήσει σε αύξηση του πληθωρισμού κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες.
Υπάρχουν ωστόσο και ορισμένα αντισταθμιστικά μέτρα στο δημοσιονομικό πακέτο της γερμανικής κυβέρνησης. Τα χαμηλού κόστους εισιτήρια στις μεταφορές, ένα μέτρο που θα έληγε τον Σεπτέμβριο, θα συνεχιστεί. Αν τερματιζόταν, το υψηλό κόστος των υπηρεσιών μεταφορών θα προσέθετε περίπου 0,7 ποσοστιαίες μονάδες στον γενικό δείκτη πληθωρισμού τον Σεπτέμβριο.
Και η αύξηση της τιμής άνθρακα του Ιανουαρίου ακυρώθηκε. Η αύξηση αυτή θα μπορούσε να προσθέσει 0,3 ποσοστιαίες μονάδες στον πληθωρισμό. Ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι θα υπάρξει κάποια μορφή περιορισμού στις τιμές που χρεώνουν οι παραγωγοί ενέργειας που δεν χρησιμοποιούν φυσικό αέριο για την παραγωγή ηλεκτρισμού.
Ακόμη και αν ο καθαρός αντίκτυπος των μέτρων αυτών μπορεί να ρίξει πολύ λίγο τον πληθωρισμό στη Γερμανία, η Capital Economics συνεχίζει να πιστεύει ότι η ΕΚΤ θα αυξήσει τα επιτόκια κατά 75 μονάδες βάσης την Πέμπτη. Γιατί ενώ έχει αυξηθεί ο κίνδυνος συρρίκνωσης της οικονομικής δραστηριότητας, έχει ταυτόχρονα αυξηθεί ο κίνδυνος περαιτέρω ανόδου του πληθωρισμού. Και με τον πληθωρισμό να ξεπερνά το 10% στο σύνολο της Ευρωζώνης έως το τέλος του έτους, τα στελέχη της ΕΚΤ δεν έχουν άλλη επιλογή.