Capital Economics: Φόβοι για sell off στις αγορές ομολόγων της Ευρωζώνης

Η Capital Economics είχε προτείνει το 2021 ότι υπάρχουν σοβαροί λόγοι για την ΕΚΤ να δημιουργήσει ένα «ταμείο backstop» για να αποτρέψει μια μεγάλη διεύρυνση των spreads καθώς αυξάνει τα επιτόκια

Η προοπτική αυστηρότερης νομισματικής πολιτικής στην Ευρωζώνη έχει εγείρει την απειλή ενός μεγαλύτερου sell off στις αγορές ομολόγων της περιοχής, όπως επισημαίνει η Capital Economics. Εάν συμβεί αυτό, εκτιμά ότι η ΕΚΤ θα παρέμβει τελικά για να αποτρέψει οποιαδήποτε μόνιμη ζημιά. Αλλά αμφιβάλλει ότι θα συμφωνήσει με τις λεπτομέρειες ενός νέου προγράμματος QE μέχρι να χρειαστεί επειγόντως και, ως εκ τούτου, πιστεύει ότι η αγορά ομολόγων της ευρωζώνης είναι ευάλωτη σε απότομο ξεπούλημα.

 

Η Capital Economics είχε προτείνει το 2021 ότι υπάρχουν σοβαροί λόγοι για την ΕΚΤ να δημιουργήσει ένα «ταμείο backstop» για να αποτρέψει μια μεγάλη διεύρυνση των spreads καθώς αυξάνει τα επιτόκια. Ένα τέτοιο πρόγραμμα θα παρείχε μια ισχυρή εγγύηση ότι θα παρέμβει για να αποτρέψει μια ανεπιθύμητη ή υπερβολική διεύρυνση των spreads των κρατικών ομολόγων. Στην ιδανική περίπτωση, η ανακοίνωση ενός τέτοιου συστήματος θα ήταν από μόνη της αρκετή για να αποτρέψει την υπερβολική διεύρυνση των spreads, με τον ίδιο τρόπο που λειτούργησαν οι ανακοινώσεις για το πρόγραμμα ΟΜΤ το 2012. Προς το παρόν, η υπόθεση της Capital Economics είναι ότι η ΕΚΤ καταφέρνει να ομαλοποιήσει την πολιτική της χωρίς να προκαλέσει την ανάγκη για μια νέα πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων.

Ωστόσο, ενώ η κεντρική τράπεζα δεν φαίνεται επί του παρόντος να σχεδιάζει ένα back stop fund, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρότειναν πρόσφατα ότι θα δημιουργηθεί ένα νέο εργαλείο, εάν είναι απαραίτητο, για τον περιορισμό των spreads των ομολόγων. Για παράδειγμα, η Λαγκάρντ σημείωσε ότι η ΕΚΤ «μπορεί να σχεδιάσει και να αναπτύξει νέα μέσα για να εξασφαλίσει τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής καθώς προχωράμε στην πορεία της ομαλοποίησης». Και ο αντιπρόεδρος Ντε Γκίντος είπε ότι το Δ.Σ έχει συζητήσει για τον κίνδυνο κατακερματισμού, αν όχι «λεπτομερώς».

Το ενδεχόμενοι νέου εργαλείου από την ΕΚΤ

Ωστόσο, φαίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο ότι η ΕΚΤ δεν θα συμφωνήσει στην εφαρμογή ενός οποιουδήποτε νέου εργαλείου, μέχρι να κριθεί επείγον. Σύμφωνα με την Capital Economics, υπάρχουν δύο βασικοί λόγοι για αυτό.

Πρώτον, υπάρχουν διαφορές απόψεων για το θέμα αυτό στο πλαίσιο του Διοικητικού Συμβουλίου. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής που έχουν μιλήσει θετικά για την υπόθεση ενός προγράμματος καταπολέμησης της διεύρυνσης των spreads είναι τα γνωστά «περιστέρια» του ΔΣ. Τα «γεράκια» είναι λιγότερο ενθουσιώδη επειδή ανησυχούν περισσότερο για τον κίνδυνο οι αγορές περιουσιακών στοιχείων να αποδυναμώσουν τη δημοσιονομική πειθαρχία. Και θα υποστηρίξουν ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να διατηρήσει κάποια ασάφεια σχετικά με το πότε θα παρέμβει επειδή μια εγγύηση ότι θα ενεργούσε θα μπορούσε να ενθαρρύνει την υπερβολικά χαλαρή δημοσιονομική πολιτική και να παραβιάσει την απαγόρευση της «νομισματικής χρηματοδότησης».

Και δεύτερον, είναι δύσκολο να βρεθούν ακριβείς κανόνες για το πότε θα πρέπει να ενεργοποιηθεί ένα νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι το βιώσιμο επίπεδο των αποδόσεων και των spread των ομολόγων ποικίλλει με την πάροδο του χρόνου, ανάλογα με παράγοντες όπως ο αναμενόμενος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ, ο πληθωρισμός και τα πρωτογενή ισοζύγια του προϋπολογισμού. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Capital Economics, το ιταλικό δημόσιο χρέος θα ήταν βιώσιμο με αποδόσεις 10ετών ομολόγων έως και 5%, αλλά εάν η αύξηση του ΑΕΠ επιβραδυνθεί, μπορεί να γίνει μη βιώσιμο σε χαμηλότερο επίπεδο αποδόσεων. Επίσης, είναι εντυπωσιακό ότι η ΕΚΤ έκρινε απαραίτητο να παρέμβει όταν τα spreads ήταν σε πολύ διαφορετικά επίπεδα στο παρελθόν.

Έτσι εκτιμά ότι η ΕΚΤ θα κάνει ολοένα και πιο ισχυρές δεσμεύσεις ότι θα παρέμβει εάν χρειαστεί για να περιορίσει τα spread καθώς ομαλοποιεί την πολιτική της, αλλά δεν θα ανακοινώσει πότε και πώς θα το κάνει, εκτός εάν αναγκαστεί να το κάνει από μεγάλες κινήσεις της αγοράς.

Το να αφήνονται αποφάσεις αυτού του είδους στην τελευταία στιγμή θα ήταν συνεπές με την συνήθη συμπεριφορά της ΕΚΤ. Η Τράπεζα σχεδίασε το πρόγραμμα ΟΜΤ βιαστικά τον Αύγουστο του 2012 πολύ μετά τη διεύρυνση των spreads των περιφερειακών ομολόγων κατά τη διάρκεια της κρίσης στην ευρωζώνη. Ομολογουμένως, κινήθηκε ταχύτερα με τη σύσταση του PEPP τον Μάρτιο του 2020, σε μια εποχή που το spread Ιταλίας-Γερμανίας ήταν μόλις γύρω στο 2,7%. Αλλά το έκανε μόνο μετά το λάθος βήμα της Λαγκάρντ η οποία είχε δηλώσει ότι η ΕΚΤ δεν ήταν εκεί για να «κλείσει τα spread» και σε μια εποχή που τα spread διευρύνονταν γρήγορα.

Έτσι, κατά την Capital Economics όλα τα παραπάνω σημαίνουν ότι η ευρωζώνη παραμένει ευάλωτη σε μια περίοδο ευρύτερων spreads. Αυτό με τη σειρά του θα μπορούσε να κάνει τη ζωή πιο δύσκολη για τις κυβερνήσεις και τις εταιρείες στις χώρες της περιφέρειας.