Quantcast

Άτυπη σύνοδος υπουργών Ενέργειας: Νέα «μάχη» για το πλαφόν στο αέριο

Ποιες είναι οι δύο προτάσεις

Συνεχίζεται η μάχη για το πλαφόν στην τιμή του φυσιού αερίου, αυτή την φορά σε επίπεδο υπουργών Ενέργειας της ΕΕ που συναντώνται σήμερα στην πράγα, μια άτυπη συνάντηση, προπαρασκευαστική της τακτικής Συνόδου Κορυφής στο τέλος της άλλης εβδομάδας.

 

 

 

Οι υπουργοί καλούνται να πιάσουν το νήμα απο εκεί που το άφησαν οι ηγέτες των κρατών την περασμένη εβδομάδα και να ανοίξουν το δρόμο για μια συμφωνία, αν και κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να είναι βεβαιότητα.

Στο τραπέζι είναι δύο προτάσεις:

Η πρόταση που κυρίως προωθούν η Ελλάδα, η Ιταλία, η Πολωνία και το Βέλγιο, δηλαδή χώρες που επηρεάζονται ιδιαίτερα από τις ανατιμήσεις και δεν έχουν ανεξάντλητους εθνικούς πόρους.

Η ελληνική πρόταση, την οποία συνυπογράφουν η Ιταλία, το Βέλγιο και η Πολωνία, έχει ως πλεονέκτημα ότι δεν κάνει λόγο για συγκεκριμένη και αυστηρά ορισμένη τιμή, αλλά για ένα εύρος τιμών, το οποίο θα παρακολουθεί τις εξελίξεις της παγκόσμιας αγοράς.

Θα ακολουθεί δηλαδή τις αυξομειώσεις στις τιμές των υπολοίπων χρηματιστηρίων ενέργειας στις ΗΠΑ, την Ασία και την Αυστραλία κι από εκεί θα προκύπτει ένας μέσος όρος.

Το μοντέλο που προτείνει η Ελλάδα θα έχει ως αποτέλεσμα μια αρκετά υψηλή τιμή, σύμφωνα με το υπουργείο Ενέργειας, ώστε να μην αποθαρρύνει τους προμηθευτές εξασφαλίζοντας ότι δεν θα υπάρχει έλλειψη στην αγορά και θα μπορεί να εφαρμοστεί και σε μακροπρόθεσμα συμβόλαια.

Σε ακραίες μάλιστα καταστάσεις -όταν π.χ. απειλείται η επάρκεια- θα επιτρέπονται και αγορές σε τιμή υψηλότερη του πλαφόν. Η πρόταση προβλέπει και την εντατικοποίηση των προσπαθειών για εξοικονόμηση ενέργειας.

Η άλλη πρόταση είναι ένα μοντέλο που προωθούν κατά βάση η Γαλλία και οι Ιβηρικές χώρες.

Η εν λόγω πρόταση αφορά πλαφόν στο φυσικό αέριο μόνο για ηλεκτροπαραγωγή, κάτι, όμως, που αφήνει έξω σχεδόν τα 2/3 της αγοράς που πηγαίνουν στη βιομηχανία και στο κόστος θέρμανσης των νοικοκυριών.

Με άλλα λόγια, θα λειτουργεί ως ημίμετρο, κατά την ελληνική οπτική, καθώς θα μειώνει το κόστος ρεύματος, αλλά δεν θα αντιμετωπίζει το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι καταναλωτές σε πολλές χώρες τόσο ως προς τη θέρμανση, όσο και ως προς τη λειτουργία κρίσιμων επιχειρησιακών υποδομών.