Νέα δεδομένα, κυρίως στον τρόπο λειτουργίας κι εμπορικής εκμετάλλευσης των πλοίων της ποντοπόρου ναυτιλίας, αναμένεται να εισάγει η εφαρμογή των κανονισμών του Δείκτη Έντασης Άνθρακα (CII-Carbon Intensity Indicator) και Δείκτη Ενεργειακής Απόδοσης των υφιστάμενων πλοίων (EEXI), αρχής γενομένης από την 1η Ιανουαρίου του 2023.
Καταρχάς, όσα πλοία δεν μπορούν να συμμορφωθούν με τους δύο αυτούς δείκτες, μέσω μετατροπών και αλλαγής του τρόπου χρήσης τους (π.χ. μικρότερες ταχύτητες πλεύσης, μεγαλύτερα ταξίδια κτλ.), θα βρεθούν αντιμέτωπα με απαγορεύσεις σε διάφορες περιοχές του κόσμου, εντείνοντας έτσι το κίνητρο των πλοιοκτητών τους να τα πουλήσουν για διάλυση.
Δευτερευόντως, αναμένεται να καταγραφούν σημαντικές αλλαγές στον τρόπο που θα χρησιμοποιούνται τα πλοία που θα παραμείνουν ενεργά. Για παράδειγμα, ο δείκτης ΕΕXI είναι κάτι αντίστοιχο με το ενεργειακό πιστοποιητικό που εκδίδεται για κάθε ακίνητο, το οποίο οδεύει προς πώληση, ή ενοικίαση. Στην περίπτωση των πλοίων, το αντίστοιχο της ενοικίασης είναι η ναύλωση. Αν λοιπόν το πλοίο είναι πολύ χαμηλής κλίμακας ενεργειακής απόδοσης, ή ακόμα χειρότερα δεν μπορεί καν να κατηγοριοποιηθεί, θα αντιμετωπίσει σημαντικά ζητήματα αναφορικά με την εμπορικότητά του, αποφέροντας και χαμηλότερα έσοδα στον κάτοχό του.
Στην περίπτωση του Δείκτης Έντασης Άνθρακα, που αφορά ουσιαστικά στο συνολικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα του εκάστοτε πλοίου, η κατάσταση μοιάζει να είναι πιο περίπλοκη, όταν επιχειρείται η εφαρμογή της διάταξης στην καθημερινότητα. Στην πράξη, ο πλοιοκτήτης θα πρέπει να υπολογίσει την απαιτούμενη βαθμολογία έντασης άνθρακα (δηλαδή ποια είναι η περιβαλλοντική επιβάρυνση του κάθε πλοίου, ώστε να είναι συμβατό με τον κανονισμό. Έχουν προκύψει πέντε διαφορετικές κατηγορίες βαθμολόγησης και κάθε πλοίο θα πρέπει να υιοθετήσει έναν κανονισμό λειτουργίας, ώστε να επιτυγχάνει μείωση της επιβάρυνσής του στο περιβάλλον σε βάθος τριών ετών.
Τρεις μήνες πριν το τέλος κάθε έτους, το πλοίο θα υποβάλλει σχετική αναφορά στο νηολόγιό του, το οποίο στη συνέχεια θα υπολογίζει την κατάταξη του πλοίου από το Α έως το Ε για την επόμενη χρονιά λειτουργίας. Έτσι, αν ένα πλοίο καταταγεί στην κατηγορία Δ για τρία συνεχόμενα χρόνια, ή βαθμολογηθεί με Ε, θα πρέπει να αναπτυχθεί κι εγκριθεί ένα σχέδιο βελτίωσης της κατάταξης, μέσω στοχευμένων παρεμβάσεων είτε στον σχεδιασμό του πλοίου, είτε στην λειτουργία του. Στόχος για κάθε πλοίο είναι να βρεθεί τουλάχιστον στην κατηγορία Γ σε βάθος χρόνου.
Ο ευκολότερος τρόπος για την βελτίωση της κατάταξης των πιο ενεργοβόρων πλοίων θα είναι η μείωση της ταχύτητας πλεύσης, μια πρακτική, που αναμένεται να εκτιναχθεί από το 2023 και μετά. Μέσω της μείωσης της ταχύτητας, τα πλοία καταναλώνουν λιγότερο καύσιμο κι επομένως εκπέμπουν και λιγότερους ρύπους διοξειδίου του άνθρακα και αερίων του θερμοκηπίου. Πρόκειται για μια τακτική που θα έχει όμως και ως συνέπεια την μείωση της προσφοράς, καθώς θα χρειάζεται περισσότερος χρόνος για κάθε ταξίδι κι επομένως λιγότερα πλοία θα είναι διαθέσιμα προς ναύλωση.
Άλλη μια πρόθεση της νόρμας του CII είναι να υποχρεώσει τους πλοιοκτήτες και τους ναυλωτές, να βελτιστοποιήσουν την λειτουργική απόδοση των στόλων τους. Για να γίνει αυτό βέβαια, θα γίνει πολύ προσεκτική μελέτη της ταχύτητας πλεύσης, του προγραμματισμού των ταξιδιών και των διαστημάτων που τα πλοία οδεύουν προς συντήρηση.
Μακροπρόθεσμα βέβαια, το σίγουρο είναι ότι τα μεγαλύτερης ηλικίας και πιο ενεργοβόρα πλοία θα έχουν όλο και πιο λίγες αγορές, όπου θα είναι εφικτό να αποφέρουν επαρκή έσοδα στους πλοιοκτήτες. Έτσι, θα αυξηθεί το κίνητρο για την έξοδό τους από την αγορά και την αντικατάστασή τους με αναβαθμισμένα πλοία, τόσο σχεδιαστικά, όσο και λειτουργικά.