Η ακρίβεια και η μείωση της αγοραστικής δύναμης αναδεικνύει – περαιτέρω – τις μισθολογικές ανισότητες μεταξύ ανδρών και γυναικών, αλλά και μεταξύ των εργαζόμενων πλήρους και μερικής απασχόλησης. Ταυτοχρόνως, κατά την περίοδο αυτή, το ύψος των μισθών και οι επιπλέον παροχές αποτελούν τα βασικά κριτήρια που καθιστούν μια εργασία θελκτική για τους εργαζόμενους.
Δύο έρευνες καταδεικνύουν τις επιδράσεις των αμοιβών και της ακρίβειας στην καθημερινότητα και στις επιλογές των εργαζομένων.
Η μελέτη του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για την οικονομία και την απασχόληση, υπογραμμίζει ότι οι επιπτώσεις της ακρίβειας δεν είναι συμμετρικές στο βιοτικό επίπεδο διαφορετικών κοινωνικών ομάδων. Οι μισθολογικές ανισότητες μεταξύ κοινωνικών ομάδων και καθεστώτων απασχόλησης προσδιορίζουν ως έναν βαθμό το κοινωνικό κόστος της ακρίβειας.
Χαρακτηριστική είναι η μισθολογική ανισότητα που υπάρχει μεταξύ ανδρών και γυναικών, καθώς και μεταξύ εργαζομένων πλήρους και μερικής απασχόλησης όταν συνυπολογίζεται ο χρόνος
εργασίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του διαγράμματος, τον Μάρτιο του 2021 οι μισθωτοί μερικής απασχόλησης εργάζονταν το 76% του χρόνου πλήρους απασχόλησης, αλλά λάμβαναν μόλις το 38% του μέσου μισθού πλήρους απασχόλησης.
Μπορεί σε σχέση με τον Μάρτιο του 2019 η μισθολογική διαφορά πλήρους και μερικής απασχόλησης να περιορίστηκε κατά 3,7%, αλλά ο χρόνος των ημιαπασχολούμενων αυξήθηκε κατά 4,6% σε σχέση με των μισθωτών πλήρους απασχόλησης.
Οι γυναίκες
Τον Μάρτιο του 2021 οι γυναίκες εργάζονταν σχεδόν τον ίδιο χρόνο με τους άνδρες, αλλά λάμβαναν 16,5% χαμηλότερο μισθό. Τον Μάρτιο του 2019 οι γυναίκες εργάζονταν πάλι σχεδόν τον ίδιο χρόνο σε σχέση με τους άντρες, αλλά λάμβαναν 17,5% χαμηλότερο μέσο μισθό. Αν και η διαφορά μεταξύ 2019 και 2021 αντανακλά μια μικρή αύξηση στις μισθολογικές αποδοχές των γυναικών, αυτή σε καμία περίπτωση δεν είναι ικανή να περιορίσει το μισθολογικό χάσμα που παρατηρείται σε σχέση με τους άνδρες.
Μία από τις κύριες αιτίες ύπαρξης αυτού του χάσματος είναι η υψηλή απασχόληση των γυναικών σε χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας. Σε κάθε περίπτωση, εκτιμάται ότι από το τρέχον κύμα ακρίβειας θα επηρεαστούν άνισα τόσο οι μερικώς απασχολούμενοι σε σχέση με τους εργαζομένους πλήρους απασχόλησης όσο και οι γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες, εξέλιξη που θα αυξήσει περαιτέρω τον κατακερματισμό της ελληνικής αγοράς εργασίας.
Ο μισθός πρώτο κριτήριο επιλογής εργοδότη
Ο ελκυστικός μισθός και οι παροχές παραμένουν και το 2022 ο σημαντικότερος παράγοντας για την επιλογή εργοδότη στην Ελλάδα, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα που πραγματοποίησε η Randstad στην χώρα μας.
Το υψηλότερο ποσοστό αυτών που αναζητούν καλύτερες αποδοχές καταγράφεται στις γυναίκες, στις ηλικίες 55-64, και στους εργαζόμενους που διαθέτουν υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο.
Παρά τη σημασία του μισθού και των παροχών στην ελκυστικότητα των επιχειρήσεων, οι σημερινοί εργοδότες λαμβάνουν μέτρια έως χαμηλή βαθμολογία σε αυτούς τους παράγοντες. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα μεταξύ των εργαζομένων ηλικίας 35-54 ετών, οι οποίοι είναι λιγότερο ικανοποιημένοι σε αυτό το θέμα.
Στη δεύτερη και την τρίτη θέση των κριτηρίων για την επιλογή εργοδότη εμφανίζονται το ευχάριστο περιβάλλον εργασίας και η δυνατότητα εξέλιξης της σταδιοδρομίας, παράγοντες που παραμένουν σημαντικοί για τους εργαζόμενους στην Ελλάδα, όχι όμως για τους εργοδότες, οι οποίοι λαμβάνουν χαμηλή αξιολόγηση από τους εργαζόμενους αναφορικά με τα παραπάνω.
Πηγή: OT