Quantcast

ΑΑΔΕ: Αλλαγές διατάξεων περί κυρώσεων για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος

Τι προβλέπει η εγκύκλιος

Από την έντυπη έκδοση

Σημαντικές αλλαγές επήλθαν στο πλαίσιο καταπολέμησης της διακίνησης του μαύρου χρήματος με τον νέο νόμο 4816/2021, ο οποίος τροποποίησε διατάξεις του βασικού νόμου για το ξέπλυμα (4557/2018) και αλλάζει, μεταξύ άλλων, τον κατάλογο των παραβάσεων που εντάσσονται στα «βασικά αδικήματα».

Σύμφωνα με την εγκύκλιο του διοικητή της ΑΑΔΕ Γιώργου Πιτσιλή, στα βασικά αδικήματα που ενεργοποιούν τη διαδικασία δίωξης για ξέπλυμα εντάσσονται η αποφυγή πληρωμής φόρων εισοδήματος, ΕΝΦΙΑ, ΦΠΑ, πλοίων, ενώ εξαιρούνται οι εμπλεκόμενοι σε πλαστά και εικονικά τιμολόγια, όπως και η διασυνοριακή απάτη στον ΦΠΑ. Ταυτόχρονα, αλλάζει η διαδικασία της δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης περιουσιακών στοιχείων, ενώ δεν ισχύουν για τους κατηγορούμενους οι διατάξεις περί τραπεζικού, φορολογικού, τηλεπικοινωνιακού, χρηματιστηριακού και κάθε άλλου απορρήτου. Επίσης η εγκύκλιος ορίζει ότι για τους πλειστηριασμούς κατοικιών, αλλά και την εκδίκαση φορολογικών διαφορών, αρμόδια είναι τα δικαστήρια που είναι κοντά στην έδρα του οφειλέτη ή του φορολογούμενου.

Το κείμενο της εγκυκλίου

Αναλυτικότερα, το πλήρες κείμενο της εγκυκλίου είναι το ακόλουθο:

Σας κοινοποιούμε, για ενημέρωσή σας, τις διατάξεις των άρθρων 5, 9, 13, 14, 15, 20, 29 και 32 του ν. 4816/2021 (Α’ 118) ως ακολούθως:

1. Άρθρο 5 – «Βασικά αδικήματα – Αντικατάσταση του άρθρου 4 του ν. 4557/2018 (άρθρο 2 περί του ορισμού εγκληματικών δραστηριοτήτων της Οδηγίας 2018/1673)»: Με το ως άνω άρθρο τροποποιήθηκε μεταξύ άλλων και η περ. ιστα’ του άρθρου 4 του ν. 4557/2018 (Α’ 139), ώστε για τους σκοπούς του ν. 4557/2018 (Α’ 139) να νοούνται ως βασικά αδικήματα και τα εγκλήματα της φοροδιαφυγής του άρθρου 66 του ν. 4174/2013 (Α’ 170) με την εξαίρεση του πρώτου εδαφίου της παρ. 5 (όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου) και της διασυνοριακής απάτης σχετικά με τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) του άρθρου 23 του ν. 4689/2020 (Α’ 103).

Σημειώνεται ότι το άρθρο 66 του ν. 4174/2013 αναφέρει τα ακόλουθα:

«1.Έγκλημα φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος με πρόθεση:

α) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή ειδικού φόρου ακινήτων (ΕΦΑ), αποκρύπτει από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης φορολογητέα εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακά στοιχεία, ιδίως παραλείποντας να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση ή καταχωρίζοντας στα λογιστικά αρχεία εικονικές (ολικά ή μερικά) δαπάνες ή επικαλούμενος στη φορολογική δήλωση τέτοιες δαπάνες, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη,

β) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου εργασιών, του φόρου ασφαλίστρων και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς, καθώς και όποιος παραπλανά τη Φορολογική Διοίκηση με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων και δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς ή λαμβάνει επιστροφή, καθώς και όποιος διακρατεί τέτοιους φόρους, τέλη ή εισφορές,

γ) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου πλοίων δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς στο Δημόσιο τον φόρο αυτόν».

2. Άρθρο 9 – «Δέσμευση και απαγόρευση εκποίησης περιουσιακών στοιχείων – Αντικατάσταση του άρθρου 42 του ν. 4557/2018 (άρθρο 9 περί δήμευσης της Οδηγίας 2018/1673)»: Με το ως άνω άρθρο αντικαταστάθηκε το άρθρο 42 του ν. 4557/2018 (Α’ 139). Στο β’ εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 42 προβλέπεται ότι «τα σχετικά με τη δέσμευση στοιχεία που συλλέγονται νόμιμα από την Αρχή, αποτελούν στοιχεία της τυχόν σχηματισθείσης ποινικής δικογραφίας που σχετίζονται με τα αδικήματα που αναφέρει η Αρχή και λαμβάνονται υπ’ όψιν, κατά παρέκκλιση των διατάξεων περί τραπεζικού, φορολογικού, τηλεπικοινωνιακού, χρηματιστηριακού και κάθε άλλου απορρήτου».

3. Άρθρο 13 – «Κατά τόπον αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο για διαφορές ουσίας – Αντικατάσταση της παρ. 2 του άρθρου 7 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας»: Με το ως άνω άρθρο, προστέθηκε νέα περ. ε’ στην παρ. 2 του άρθρου 7 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999. Α’ 97) περί της αρμοδιότητας εκδίκασης των διοικητικών διαφορών ουσίας, ως εξής: «ε) αν πρόκειται για φορολογικές διαφορές από πράξεις ελεγκτικών Αρχών που εδρεύουν στην Αθήνα, αλλά η αρμοδιότητα ελέγχου τους εκτείνεται και πέραν της Αττικής, αρμόδιο δικαστήριο είναι εκείνο στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει ή κατοικεί το ελεγχόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο».

4. Άρθρο 14 – «Κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο για τις διαφορές του άρθρου 216 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας – Τροποποίηση της παρ. 2 του άρθρου 218 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας»: Με το ως άνω άρθρο τροποποιείται το β’ εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 218 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α’ 97) και προσδιορίζεται ότι αρμόδιο δικαστήριο για κατασχέσεις εις χείρας πιστωτικών ιδρυμάτων είναι μόνο το δικαστήριο του τόπου κατοικίας του οφειλέτη. Η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής: «2. Κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο σε πρώτο βαθμό είναι, σε περίπτωση ανακοπής κατά πράξης ταμειακής βεβαίωσης, το δικαστήριο όπου εδρεύει η αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση ανακοπής το δικαστήριο του τόπου της εκτέλεσης. Ειδικώς, όταν πρόκειται για κατασχέσεις εις χείρας πιστωτικών ιδρυμάτων, αρμόδιο είναι το δικαστήριο του τόπου κατοικίας του οφειλέτη».

5. Άρθρο 15 – «Εξουσία του δικαστηρίου – Προσθήκη εδαφίου στην παρ. 5 του άρθρου 224 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας»: Με το ως άνω άρθρο, προστέθηκε β’ εδάφιο στην παρ. 5 του άρθρου 224 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α’ 97). Η παρ. 5 διαμορφώνεται ως εξής: «5. Ισχυρισμοί, που αφορούν την απόσβεση της απαίτησης για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η εκτέλεση, μπορούν να προβάλλονται με την ευκαιρία άσκησης ανακοπής κατά της πράξης ταμειακής βεβαίωσης ή οποιασδήποτε πράξης της εκτέλεσης, πρέπει δε να αποδεικνύονται αμέσως. Ισχυρισμοί που αφορούν παραγραφή της αξίωσης του Δημοσίου για επιβολή φόρου ή τέλους μπορούν επίσης να προβληθούν με την ευκαιρία άσκησης ανακοπής για πρώτη φορά, εφόσον δεν έχουν προταθεί και κριθεί από άλλο δικαστήριο με ισχύ δεδικασμένου».

6. Άρθρο 20 – «Μεταβατική διάταξη για τις εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων»: Στο ως άνω άρθρο προβλέπεται ότι τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 12 και 13 του νόμου 4816/2021 καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς υποθέσεις που δεν έχουν συζητηθεί, οι οποίες παραπέμπονται στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο με τη διαδικασία της παρ. 4 του άρθρου 34Α του Π.Δ. 18/1989 (Α’ 8) και του άρθρου 126Α του ν. 2717/1999 (Α’ 97).

7. Άρθρο 29 – «Μετακίνηση ιατρικού προσωπικού ειδικότητας αναισθησιολογίας»: Στο β’ εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 29 προβλέπεται ότι η παροχή που χορηγείται με το α’ εδάφιο της ίδιας διάταξης στους ιατρούς κλάδου ΕΣΥ ειδικότητας αναισθησιολογίας που μετακινούνται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 24 του ν. 3599/2007 (Α’ 176) σε νοσοκομεία της ίδιας ή άλλης Υγειονομικής Περιφέρειας, λόγω έκτακτων υπηρεσιακών αναγκών και εξαντλούν το χρονικό διάστημα της μετακίνησης, είναι μεταξύ άλλων ακατάσχετη και αφορολόγητη.

ΠΗΓΗ: Naftemporiki