Quantcast

Βασίλης Μπισμπίκης: Όταν κρύωνα στην Ομόνοια, οι τρανς με βοήθησαν

«Ζούσα στην Ομόνοια, σε ένα ξενοδοχείο, και ήμουνα συγκάτοικός τους»

Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης αναφέρθηκε στις παραστάσεις που ετοιμάζει, τις πρώτες μέρες στην Αθήνα αλλά και την εμπειρία του από ανθρώπους των άκρων.

 

Διαβάστε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:

Έχεις κάνει σερί επιτυχίες. Σου δημιουργεί αγωνία αυτό;

Η αγωνία η δική μου δεν έχει να κάνει ούτε με την επίδραση ούτε με την αποδοχή αλλά με το αν είμαστε ευτυχισμένοι με αυτό που κάνουμε ή όχι. Είναι θέση πολιτική αυτό που κάνουμε, αυτό είναι πιο σημαντικό και από τις παραστάσεις, ακόμα και από το πόσοι θα τις δουν. Σημασία έχει να υπάρχει σύμπνοια, να είμαστε μια κολεκτίβα. Δεν μένει τίποτε άλλο.

Δηλαδή μπορεί να παίζεις τον «Άμλετ» και σε έναν μήνα να τον βαρεθείς. Τι θα σου μείνει; Οι άνθρωποι που ήσασταν μαζί, οι παρέες που έκανες, τα μπαρ. Είναι μια συνεχόμενη ευτυχία για μένα το να δουλεύω με αυτόν τον τρόπο, σαν να είμαι σε ένα λούνα-παρκ, γι’ αυτό επιμένω.

Βασίλη, από μικρός ήθελες να κάνεις θέατρο;

Δεν ξέρω αν ήθελα να κάνω θέατρο με την έννοια που το λέει σήμερα ένας δεκαοχτάρης. Προφανώς ήταν μια διέξοδος που δεν την καταλάβαινα. Μεγάλωσα στο Λουτράκι, από μικρό παιδί έκανα Καραγκιόζη, έφτιαχνα τσίρκο, σκηνοθετούσα, έβαζα εισιτήριο, ήθελα πάντα να κάνω αυτό που είχα στο μυαλό μου.

Όταν ήμουν ακόμα σχολείο μπήκα σε έναν ερασιτεχνικό σύλλογο και κάναμε την «Ελένη» του Ευριπίδη. Πήραμε το βραβείο αρχαίου δράματος και παίξαμε στην Επίδαυρο τιμητικά σε μια βραδιά αφιερωμένη στον Ροντήρη. Εκεί με είδε ο Τάσος Ρούσσος, τότε διευθυντής στο Εθνικό, και μου είπε: «Αγόρι μου, εσύ θα έρθεις στο Εθνικό». Και πήγα ‒ αλλά πώς να με πάρουν;

Εγώ δεν είχα τελειώσει το λύκειο, ένα γυμνάσιο με το ζόρι, με είχαν διώξει από παντού. Αλλά ήρθα στην Αθήνα, είπα «θα πάω να βρω την πιο φτηνή σχολή» και τη βρήκα, τη σχολή της Μαίρης Βογιατζή-Τράγκα. Εκεί πήγα και δεν το μετάνιωσα γιατί βρήκα έναν δάσκαλο, τον Βασίλη Ρίτσο, που ήταν ο μέντοράς μου τέσσερα χρόνια.

Ζορίστηκες στην Αθήνα;

Φυσικά ζορίστηκα, ήμουν άφραγκος και ένας χαρακτήρας των άκρων και των καταχρήσεων και αυτό το κομμάτι της ζωής μου έχει μεγάλη σχέση με τα «Κόκκινα Φανάρια» που ετοιμάζουμε, γιατί έζησα μέσα στο περιθώριο. Και μέσα στις μεγάλες ταλαιπωρίες που πέρναγα με μάζευαν κυριολεκτικά οι πουτ@νες και οι τρανς και με φρόντιζαν. Ζούσα στην Ομόνοια, σε ένα ξενοδοχείο, και ήμουνα συγκάτοικός τους. Όταν είχε κρύο με βοηθούσαν πάρα πολύ, μου άνοιγαν τα μπο@ρδέλ@ και καθόμουνα στις σόμπες με τις τς@τσάδες. Είναι σαν φόρος τιμής σε αυτά τα πρόσωπα η παράσταση, αλλά εμείς εδώ το πάμε ένα βήμα παραπέρα.