Σταμάτης Κόκοτας: Οι περίφημες φαβορίτες που δεν αποχωρίστηκε ποτέ και το τραγούδι «Γιε μου»

«Τις αγαπάω. Δεν με ενδιέφεραν τα χρήματα. Για να ξυρίσω τις φαβορίτες μου έδιναν 50 εκατομμύρια δραχμές»

Θλίψη σκόρπισε η είδηση για τον θάνατο του Σταμάτη Κόκοτα που πέθανε σήμερα Σάββατο τα ξημερώματα σε ηλικία 85 χρονών.

 

Σήμα κατατεθέν του, όλα τα χρόνια οι φαβορίτες του, γύρω από τις οποίες έχουν ακουστεί πολλά. Κάποια ισχύουν και κάποια άλλα αιωρούνταν ως μύθος.

 

«Τις αγαπάω τις φαβορίτες μου»

Οι φαβορίτες  ήταν το σήμα κατατεθέν του Σταμάτη Κόκοτα, όπως προαναφέραμε.

Δεν τις αποχωριζόταν για κανέναν λόγο. Ούτε, όταν του έδιναν δεκάδες εκατομμύρια.

«Τις αγαπάω. Δεν με ενδιέφεραν τα χρήματα. Για να ξυρίσω τις φαβορίτες μου έδιναν 50 εκατομμύρια δραχμές. Για εμένα δεν είχε καμία σημασία, τον έστειλα από εκεί που ήρθε. Απ’ την Αμερική ήρθε και τον έστειλα πίσω. Είπα ‘σας ευχαριστώ πολύ, αλλά χτυπήσατε λάθος πόρτα’». », είχε πει ο ίδιος σε συνέντευξή του, αναφορικά με την πρόταση που του έκανε εταιρεία με ξυραφάκια.

Ο ίδιος επίσης μίλησε και για το μύθο που κυκλοφορούσε χρόνια σε ότι αφορά επίσης τις φαβορίτες του: «Τα παιδιάκια στα σχολεία λέγανε ‘ο Κόκοτας δεν έχει αφτιά γι’ αυτό άφησε τόσο μεγάλες φαβορίτες’» κάτι το οποίο του προξενούσε γέλιο.

Η μεγάλη επιτυχία με το «Γιε μου»

Δύο κλασικοί μύθοι – υποθέσεις για το τραγούδι «Γιέ μου» έλεγαν:

Πρώτον ότι το τραγούδι αυτό που συγκίνησε όλους τους Έλληνες ήταν αφιερωμένο στον Αλέξανδρο, υιό του Ωνάση, για τον θάνατό του, μετά από πτώση του αεροπλάνου του.

Επίσης έλεγαν ότι το τραγούδι γράφτηκε για ένα πατέρα με ναρκομανή γιο. Τότε, τέλη δεκαετίας 70, άρχισε να μπαίνει η ηρωΐνη στη ζωή και στα σπίτια πολλών οικογενειών.

Το τραγούδι που στο άκουσμά του, έκλαιγαν οι γονείς που είχαν χάσει τα παιδιά τους, ήταν σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου ενώ την μουσική είχε γράψει ο Απόστολος Καλδάρας.

 

Διαβάστε τους στίχους

Γιε μου, είν’ ο πόνος μου αβάσταχτος καλέ μου
που σε βλέπω σαν ξερόφυλλο του ανέμου
στη ζωή κυνηγημένος να γυρνάς

Γιε μου, δεν τον άκουσες τον δόλιο σου πατέρα
παρασύρθηκες και μέρα με τη μέρα
είσαι είκοσι χρονών κι όμως γερνάς

Γιε μου, τι περιμένεις, πε μου
σ’ έναν δρόμο λασπωμένο
θα ’σαι πάντα σαν δεντρί ξεριζωμένο
δίχως μοίρα, δίχως ήλιο κι ουρανό

Γιε μου, τον καημό μου συλλογίσου
γύρνα σπίτι να γλυκάνω την πληγή σου
γιε μου, γιε μου, πώς πονώ

Γιε μου, είν’ οι άνθρωποι απάνθρωποι καλέ μου
οι αρχόντοι είν’ εμπόροι του πολέμου
και γελούν όταν το δάκρυ μας κυλά

Γιε μου, μην πιστεύεις σε κανέναν ακριβέ μου
ως κι οι φίλοι σου χαρήκανε, Θεέ μου
που ‘χεις πέσει τώρα τόσο χαμηλά