Νωρίτερα σήμερα η Σοφία Μουτίδου έκανε μία άκρως συγκινητική ανάρτηση, με αφορμή την κηδεία της Φώφης Γεννηματά. Η αξιαγάπητη πολιτικός και πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ άφησε την τελευταία της πνοή στα 56 της χρόνια, μετά την πολύχρονη μάχη της με τον καρκίνο. Σήμερα (27/10), το μεσημέρι οδηγήθηκε στην τελευταία της κατοικία.
Η δημοφιλής ηθοποιός θέλησε να αποχαιρετήσει τη γυναίκα-σύμβολο της Ελλάδας, γράφοντας ένα μακροσκελές κείμενο, στο οποίο εκφράζει τα συναισθήματά της. Παράλληλα, εξηγεί πώς η ίδια αντιλαμβάνεται τη ζωή και τον θάνατο.
Συγκεκριμένα, η Σοφία Μουτίδου δημοσίευσε μία φωτογραφία της, στην οποία φαίνεται λυπημένη, και έγραψε:
«Σκέφτομαι τη ζωή και τη ροή της. Σήμερα η Φώφη, αύριο εγώ. Αρρώστειες, ατυχήματα, κούραση, πόνος, αγώνας καθημερινός για όλους. Τόσα γέλια, τόσες ωραίες στιγμές φευγαλέες και όλα συνεχίζουν κανονικά, με ή χωρίς εμάς. Μία απίστευτη ματαιότητα με κατακλύζει. Δεν αντέχω πια να ακούω για φίλους που νοσούν,που πεθαίνουν, ξαφνικά ή προγραμματισμένα. Πόση ψυχραιμία να δείξει κανείς, πόση φιλοσοφία; Πόσος πόνος να μπει πάνω σε άλλους θαμμένους από χρόνια και πάνω σε μέλλοντες, επερχόμενους και απειλητικούς;
Τις τελευταίες ημέρες οι κρίσεις πανικού μου ξαναγύρισαν πολύ δυναμικά. Μέρα και νύχτα αυτό το φρικτό αίσθημα θανάτου, με εφίδρωση, μούδιασμα, αιφνίδιες ταχυκαρδίες, εφιάλτες. Ξύπνησα με τρομερούς παλμούς φωνάζοντας “μαμά”… 30 χρόνια μετά. Οι πεθαμένοι ζουν κανονικά, απλά όχι δίπλα μας. Μέσα μας ζούνε. Για αυτό κάθε άνθρωπος που βλέπεις, κουβαλάει πόσους ακόμα. Οι πεθαμένοι είναι που μας κάνουν να καμπουριάζουμε σιγά-σιγά.
Α ρε Φώφη, σε σκεφτόμουν σχεδόν κάθε μέρα από τότε που σε γνώρισα και ο θάνατός σου ήρθε μαζί με τη στιγμή που δεν με γνώρισε ο πατέρας μου. Τόσο νέα, τόσο χαρούμενη, τόσο γεμάτη ζωή.
Κι η ζωή συνεχίζεται κανονικά. Χωρίς ενοχές, χωρίς τύψεις, χωρίς καθυστερήσεις. Η ζωή είναι υποχρέωση επιτακτική. Οφείλουμε να ζούμε, όσο αναπνέουμε, χωρίς να σημαίνει ότι θα σε ξεχάσουμε, ούτε εσένα, ούτε όλους τους άλλους. Έτσι πάει, αυτός είναι ο κανόνας: εσύ πέθανες, εγώ ζω. Μέχρι να πεθάνω και εγώ και να ζήσουν άλλοι. Βαριά καθήκοντα. Πώς να είναι ελαφρές οι συνειδήσεις;»