Ο Γιώργος Αρσενάκος παραχώρησε συνέντευξη στο περιοδικό «DownTown» και στον δημοσιογράφο Τάσο Μπιμπισίδη.
Ο CEO και συνιδρυτής της Panik Records μίλησε, μεταξύ άλλων, για την πορεία του στη δισκογραφία, τον πρωταγωνιστικό ρόλο που έχει η μουσική στη ζωή του, καθώς και την τη δύσκολη στιγμή που βρέθηκε ξαφνικά χωρίς δουλειά.
«Mεγάλωσα σε μια δεκαετία που η ελληνική μουσική ήταν στα καλύτερά της, υπήρχε παντού. Από τη Χαρούλα Αλεξίου και την Άλκηστη Πρωτοψάλτη μέχρι την Άννα Βίσση και την Καίτη Γαρμπή, υπήρχαν όλα, έπαιζαν όλα, τα άκουγες όλα. Όλοι δισκογραφούσαν, όλοι έκαναν επιτυχίες. Αγόραζα συνέχεια δίσκους και κασέτες και αγάπησα αμέσως την ελληνική μουσική και τους Έλληνες καλλιτέχνες» ανέφερε χαρακτηριστικά μιλώντας για τη σχέση του με τη μουσική.
Στη συνέχεια, ο επιτυχημένος μάνατζερ μεγάλων καλλιτεχνών αναφέρθηκε στην απόφαση του να αφήσει το χώρο της νύχτας, αλλά και στη στιγμή που ξαφνικά έμεινε χωρίς δουλειά.
«Στη νύχτα υπήρχαν δυσκολίες, υπήρχε αγριάδα. Δυσκολίες όμως συναντάς και τη μέρα, και πολλές φορές χειρότερη χυδαιότητα απ’ ό,τι τη νύχτα. Γιατί η νύχτα έχει την αγριάδα που σου λέω, αλλά έχει και μια ευθύτητα, έναν αυθορμητισμό, μια ειλικρίνεια. Τη μέρα πολλές φορές υποκρινόμαστε, έχουμε δεύτερες σκέψεις. Μετά από λίγα χρόνια, βέβαια, αποφάσισα ότι δεν θέλω να περάσω όλα μου τα χρόνια ζώντας από τις 12 το βράδυ μέχρι τις 7 το πρωί, ότι δεν θέλω να βγάζω γαρίφαλα από το κεφάλι μου. Έτσι ξεκίνησα να εργάζομαι στη Universal Music. Έμεινα εκεί πέντε χρόνια. Έγινα υπεύθυνος ελληνικού ρεπερτορίου – είχαμε καλλιτέχνες που πραγματικά «θέριζαν»: τον Μιχάλη Χατζηγιάννη, την Ελευθερία Αρβανιτάκη, τον Νίκο Βέρτη» και συμπλήρωσε:
«Όλα αυτά μέχρι το 2011, που ξαφνικά ένα πρωί απολύθηκα. Από εκεί που ήμουν «βασιλιάς» στα 30 μου, έμεινα κυριολεκτικά στον αέρα. Ήμουν θύμα της αλλαγής διοίκησης και της γενικότερης κρίσης που υπήρχε τότε στην Ελλάδα. Ήταν μεγάλο σοκ. Πήγα ένα πρωί στη δουλειά και απλώς με απέλυσαν, μου πήραν το αυτοκίνητο, μου πήραν το κινητό –ανήκαν όλα στην εταιρεία–, έχασα το μισθό μου. Όλα έτσι ξαφνικά, χωρίς καμία προειδοποίηση. Θυμάμαι μόνο ότι έφυγα από το γραφείο, κατέβηκα στη Λεωφόρο Μεσογείων και έκατσα μόνος μου σε μια στάση λεωφορείου. Δεν ήξερα πού να στραφώ! Έβλεπα τα αυτοκίνητα να περνάνε και έβαλα τα κλάματα. Ένας ζωντανός νεκρός που κοιτούσε το χάος. Μετά από λίγη ώρα πήρα τη μητέρα μου τηλέφωνο για να έρθει να με μαζέψει. Πήγαμε σπίτι, μου μαγείρεψε, με παρηγόρησε και από την άλλη κιόλας μέρα αποφάσισα να πάρω τα πάνω μου».
Βέβαια, η απότομη αλλαγή αυτή τον οδήγησε στη δημιουργία της Panik Records, ανοίγοντας του έτσι ένα σπουδαίο κεφάλαιο της επαγγελματικής του διαδρομής.
«Έτυχε μέσα από τις παρέες που έκανα εκείνη την περίοδο να είναι καλή μου φίλη η Εριέττα Κούρκουλου-Λάτση. Το 2010 γνώρισα και τον αδερφό της, τον Πάρι Κασιδόκωστα, και κάναμε όλοι μαζί παρέα. Εγώ γενικά είμαι πολύ ανοιχτός άνθρωπος, ό,τι έχω το λέω, δεν φοβάμαι να εκτεθώ. Οπότε εκείνη την περίοδο μιλούσα σε όλους για το «δράμα» μου: Που δεν είχα δουλειά, που δεν είχα χρήματα, που δεν είχα να πληρώσω ούτε το κινητό μου. Μου λέει λοιπόν ο Πάρις: «Είσαι δουλευταράς. Έλα να κάνουμε μια εταιρεία μόνοι μας.» Τον αποπήρα αμέσως! Του λέω: «Πάρι μου, δεν μας αφήνεις; Όλες οι εταιρείες κλείνουν κι εμείς θα πάμε να ανοίξουμε καινούργια;» Βέβαια, όντως η αγάπη μας για τη μουσική ήταν αυτό που μας ένωσε από την αρχή με τον Πάρι. Όμως για μένα τότε ήταν απαραίτητο να βρω άμεσα μια δουλειά, δεν είχα περιθώριο να περιμένω. Ευτυχώς, μετά από λίγες μόλις μέρες ξεκίνησα τη συνεργασία μου με τη Heaven Music και ηρέμησα. Ο φίλος μου ο Πάρις όμως επέμενε!»