Quantcast

Πάπας Φραγκίσκος στον Ναό Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου των Καθολικών: «Να συνεχίσετε το έργο στο ιστορικό σας εργαστήριο της πίστεως»

«Χαίρομαι που σας συναντώ σε ένα τόπο που είναι δώρο, κληρονομία της ανθρωπότητος, επάνω στο οποίο κτίσθηκαν τα θεμέλια της Δύσεως. Όλοι λίγο-πολύ είμαστε τέκνα και οφειλέτες της χώρας σας: χωρίς την ποίηση, τα γράμματα, τη φιλοσοφία και την τέχνη, που εξελίχθηκαν εδώ, δεν θα μπορούσαμε να γνωρίζουμε τόσες πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης, ούτε να ικανοποιήσουμε πολλά εσωτερικά ερωτήματα για τη ζωή, την αγάπη, τον πόνο και τον θάνατο», τόνισε ο Πάπας Φραγκίσκος από τον Ιερό Καθεδρικό Ναό Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου των Καθολικών, προς Επισκόπους, Ιερείς, μέλη Μοναχικών Ταγμάτων και της Αφιερωμένης Ζωής, Ιεροσπουδαστές και Κατηχητές της Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα.

Μεταξύ άλλων, κατά τη συνάντησή τους που διήρκεσε μία ώρα, αφού τους ευχαρίστησε από καρδιάς για την υποδοχή που του επιφύλαξαν και για τις μαρτυρίες που του κατέθεσαν, επισήμανε:

«Στην κοίτη αυτής της πλούσιας κληρονομιάς, εδώ, στις αρχές του Χριστιανισμού εγκαινιάσθηκε ένα ‘’εργαστήριο” για την ενσωμάτωση της πίστεως στον πολιτισμό, στα χέρια της σοφίας τόσων Πατέρων της Εκκλησίας, που με την αγία διαβίωσή τους και τα γραπτά τους μοιάζουν με ένα φωτεινό φάρο για τους πιστούς κάθε εποχής. Αλλά, αν αναρωτηθούμε ποιος εγκαινίασε τη συνάντηση ανάμεσα στον αρχέγονο Χριστιανισμό και τον ελληνικό πολιτισμό, η σκέψη μας δεν μπορεί να στραφεί παρά στον Απόστολο Παύλο. Είναι αυτός που άνοιξε το ‘’εργαστήριο της πίστεως”, που έκανε τη σύνθεση των δύο αυτών κόσμων. Και το έκαμε ακριβώς εδώ, όπως το διηγούνται οι Πράξεις των Αποστόλων: φθάνει στην Αθήνα, αρχίζει να κηρύττει στις πλατείες και οι σοφοί της εποχής τον οδηγούν στον ‘Αρειο Πάγο (πρβλ. Πραξ. 17, 16-34), που ήταν το συμβούλιο των πιο ηλικιωμένων, των σοφών, που έκριναν τις υποθέσεις δημοσίου ενδιαφέροντος. Ας μείνουμε σ’ αυτό το επεισόδιο κι ας αφεθούμε να προσανατολιστούμε, κατά την πορεία μας ως Εκκλησία, από δύο συμπεριφορές του Αποστόλου, που μας είναι χρήσιμες για την τωρινή επεξεργασία της πίστεως.

Η πρώτη συμπεριφορά είναι η εμπιστοσύνη. Ενώ ο Παύλος κήρυττε, μερικοί φιλόσοφοι αρχίζουν να διερωτώνται τι άραγε ήθελε να διδάξει αυτός ο ‘’σπερμολόγος” (στ. 18). Τον ονομάζουν έτσι: σπερμολόγο: κάποιον που εφευρίσκει πράγματα επωφελούμενος από την καλή πίστη όποιου τον ακούει. Γι’ αυτό τον οδηγούν στον ‘Αρειο Πάγο. Επομένως, δεν πρέπει να φανταστούμε ότι του ανοίγουν την αυλαία μιας σκηνής . Αντίθετα, τον φέρνουν εκεί για να τον ρωτήσουν: ‘’Μπορούμε να μάθουμε ποια είναι αυτή η νέα διδασκαλία που κηρύττεις; Πράγματι, φέρνεις στ’ αυτιά μας παράξενα πράγματα. Θέλουμε, λοιπόν, να μάθουμε περί τίνος πρόκειται” (στ. 19-20). Ο Παύλος, επομένως, είναι με το σχοινί στο λαιμό.

Αυτές οι περιστάσεις της αποστολής του στη Ελλάδα είναι σημαντικές και για μας. Ο Απόστολος βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Ήδη λίγο πριν, στη Θεσσαλονίκη, είχε εμποδιστεί να κηρύττει και, εξαιτίας της αναταραχής που προκλήθηκε στον λαό για να τον κατηγορήσουν ότι προκαλεί αναστάτωση, αναγκάστηκε να διαφύγει τη νύκτα. Τώρα, φθάνοντας στην Αθήνα, θεωρείται ‘’σπερμολόγος” και, ως ξένος όχι τόσο ευχάριστος, οδηγείται στον ‘Αρειο Πάγο. Δεν βιώνει λοιπόν στιγμές θριάμβου. Συνεχίζει την αποστολή του μέσα σε συνθήκες δύσκολες. Ίσως κι εμείς, σε πολλές στιγμές της πορείας μας, αισθανόμαστε την κούραση και καμιά φορά τον άδικο κόπο να είμαστε μια μικρή κοινότητα ή μια Εκκλησία με λίγες δυνάμεις που κινείται σε ένα πλαίσιο όχι πάντα ευνοϊκό. Μελετήστε την ιστορία του Παύλου στην Αθήνα. Ήταν μόνος, μειοψηφία, και με λιγοστές πιθανότητες επιτυχίας. Αλλά δεν αφέθηκε να νικηθεί από την αποθάρρυνση, δεν αρνήθηκε την αποστολή. Και δεν άφησε να τον νικήσει ο πειρασμός και να παραπονεθεί. Ιδού η συμπεριφορά του αληθινού αποστόλου: να προχωρεί με εμπιστοσύνη, προτιμώντας την ανησυχία των απροόπτων καταστάσεων παρά τη συνήθεια και την επανάληψη. Ο Παύλος έχει αυτό το κουράγιο. Από πού γεννιέται; Από την εμπιστοσύνη στον Θεό. Είναι κουράγιο της εμπιστοσύνης: εμπιστοσύνης στο μεγαλείο του Θεού, που επιθυμεί να ενεργεί μέσα από τη δική μας μικρότητα.

Λοιπόν, αγαπητοί μου, θα ήθελα να σας πω: ευλογείστε τη μικρότητα και δεχθείτε την. Σας προδιαθέτει για να έχετε εμπιστοσύνη στον Θεό και μόνο στον Θεό. Το να είστε μειονότητα -και η Εκκλησία είναι μειονότητα μέσα σ’ ολόκληρο τον κόσμο- δεν θέλει να πει ότι είστε ασήμαντοι, αλλά ότι διατρέχετε την οδό που διάνοιξε ο Κύριος, που είναι εκείνη της μικρότητας: της κενώσεως, του εξευτελισμού, της συγκαταβάσεως. Εκείνος κατέβηκε μέχρι που να κρυφτεί στις πτυχές της ανθρωπότητας και στις πληγές της σάρκας μας. Μας λύτρωσε υπηρετώντας μας. Εκείνος, πράγματι, -αναφέρει ο Παύλος- ‘’εκένωσε τον εαυτόν του λαβαίνοντας μορφή δούλου” (Φιλ 2, 7). Τόσες φορές έχουμε τη μανία να φανούμε, να μας δουν, αλλά ‘’η Βασιλεία του Θεού δεν έρχεται με τρόπο που να μπορεί κανείς να την παρατηρήσει” (Λκ 17, 20). Ας αλληλοβοηθηθούμε για να ανανεώσουμε αυτή την εμπιστοσύνη στο έργο του Θεού, να μη χάσουμε τον ενθουσιασμό της υπηρεσίας. Θάρρος, εμπρός!

Θα ήθελα να υπογραμμίσω τώρα τη δεύτερη συμπεριφορά του Παύλου στον ‘Αρειο Πάγο των Αθηνών: την υποδοχή. Είναι η εσωτερική διάθεση, αναγκαία για τον ευαγγελισμό: να μη θέλουμε να κατέχουμε τον χώρο και τη ζωή του άλλου, αλλά να σπέρνουμε την καλή αγγελία στο έδαφος της ύπαρξής της, μαθαίνοντας πριν απ’ όλα να δεχόμαστε και να αναγνωρίζουμε τους σπόρους που ο Θεός έχει ήδη βάλει στην καρδιά του, πριν την έλευσή μας. Ας θυμηθούμε: Ο Θεός σπείρει πριν σπείρουμε εμείς. Να κηρύξουμε το Ευαγγέλιο δεν σημαίνει να γεμίσουμε ένα άδειο δοχείο, σημαίνει πρώτ’ απ’ όλα να φέρουμε στο φως αυτό που ήδη ο Θεός έχει αρχίσει να επιτελεί. Και είναι αυτή η εξαιρετική παιδαγωγία που έδειξε ο Απόστολος ενώπιον των Αθηναίων. Δεν τους λέγει ‘’κάνετε μεγάλο λάθος” ή ‘’τώρα σας μαθαίνω την αλήθεια”, αλλά αρχίζει με το να δέχεται το θρησκευτικό τους πνεύμα: ‘”Ανδρες Αθηναίοι, σας θεωρώ σε όλα ως τους πιο θρησκευομένους. Περνώντας, πράγματι, και βλέποντας τα ιερά σας, συνάντησα και ένα βωμό επάνω στον οποίο έγραφε: Στον άγνωστο Θεό” (Πρ 17, 22-23). Ο Απόστολος αναγνωρίζει αξιοπρέπεια στους συνομιλητές του και δέχεται τη θρησκευτική τους ευαισθησία. Έστω και αν οι οδοί των Αθηνών ήταν γεμάτες από είδωλα, που τον είχαν κάνει να ‘’αναστατώνεται μέσα του” (πρβλ στ. 16), ο Παύλος υιοθετεί την επιθυμία του αγνώστου Θεού στη καρδιά αυτών των προσώπων και με ευγένεια θέλει να τους δωρίσει τη θαυμάσια πίστη. Ο τρόπος του δεν επιβάλλει αλλά προτείνει. Δεν βασίζεται στον προσηλυτισμό, αλλά στην πραότητα του Ιησού. Κι αυτό είναι δυνατόν διότι ο Παύλος έχει ένα βλέμμα πνευματικό επί της πραγματικότητας: πιστεύει ότι το ‘Αγιο Πνεύμα εργάζεται στην καρδιά του ανθρώπου, πέρα από τις θρησκευτικές ετικέτες. Το ακούσαμε αυτό από τη μαρτυρία του Ρόκκου: τα παιδιά για ένα διάστημα απομακρύνονται λίγο από τη θρησκευτικότητα, αλλά το ‘Αγιο Πνεύμα είχε εργασθεί και συνεχίζει να εργάζεται, και έτσι αυτά πιστεύουν πολύ στην ενότητα, στην αδελφοσύνη με τον πλησίον. Το Πνεύμα εργάζεται πάντα πέρα από αυτό που φαίνεται εξωτερικά, ας το θυμόμαστε! Η συμπεριφορά του αποστόλου κάθε εποχής αρχίζει λοιπόν από την υποδοχή του άλλου: Ας μη λησμονούμε ότι ‘’η θεία χάρη προϋποθέτει την κουλτούρα, και η δωρεά του Θεού ενσαρκώνεται στην κουλτούρα αυτού που την λαβαίνει”. (Η χαρά του Ευαγγελίου, 115).

Αγαπητοί αδελφοί και αδελφές, ο ‘Αγιος Παύλος, εδώ στην ελληνική γη, φανέρωσε την ήρεμη εμπιστοσύνη στον Θεό και αυτό τον κατέστησε ευπρόσδεκτο εκ μέρους των αρεοπαγιτών, που τον υποψιάζονταν. Με αυτές τις δύο συμπεριφορές ανήγγειλε αυτόν τον Θεό, που ήταν άγνωστος στους συνομιλητές του. Και έφθασε στο σημείο να παρουσιάσει ένα Θεό, ο οποίος στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού έσπειρε μέσα στην καρδιά του κόσμου τον σπόρο της αναστάσεως, το δικαίωμα όλων για ελπίδα. Όταν ο Παύλος αναγγέλλει αυτή την καλή είδηση, οι περισσότεροι τον περιγελούν και απομακρύνονται. Όμως, ‘’μερικοί προσκολλήθηκαν σ’ αυτόν και πίστεψαν, μεταξύ των οποίων και ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και μια γυναίκα ονομαζόμενη Δάμαρις και άλλοι μαζί τους”. (Πρ 17, 32) Οι περισσότεροι φεύγουν· ένα μικρό υπόλοιπο προσκολλάται στον Παύλο, μεταξύ των οποίων ο Διονύσιος, του οποίου φέρει το όνομα αυτό ο Καθεδρικός Ναός! Είναι ένα μικρό υπόλοιπο, αλλά με τον τρόπον αυτό ο Θεός ύφανε το νήμα της ιστορίας, από τότε μέχρι σ’ εσάς σήμερα».

Και έκλεισε την ομιλία του με ευχή «από καρδίας, να συνεχίσετε το έργο στο ιστορικό σας εργαστήριο της πίστεως, και να το κάνετε με αυτά τα δύο συστατικά, με την εμπιστοσύνη και την υποδοχή, για να γευθείτε το Ευαγγέλιο ως εμπειρία χαράς και αδελφοσύνης. Σας έχω κοντά μου με την αγάπη και την προσευχή. Κι εσείς, σας παρακαλώ, μη λησμονείτε να προσεύχεσθε για μένα. Ο Θεός να σας ευλογεί!».