Η έντονη σεισμική δραστηριότητα που παρουσιάζει η Θήβα, από τα τέλη Νοεμβρίου του 2020, έχει ανησυχήσει αφενός τους κατοίκους της περιοχής, που καθημερινά αισθάνονται τη γη να τρέμει, αφετέρου τους επιστήμονες, οι οποίοι έχουν στρέψει την προσοχή τους εκεί και μελετούν στενά το φαινόμενο.
Στην πλειονότητά τους οι περίπου 3.200 δονήσεις που έχουν καταγραφεί από το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών κυμαίνονται στους 3 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ.
Οι τελευταίες όμως δονήσεις, της 7ης και της 10ης Απριλίου 2022 (3,9 και 4,3 ρίχτερ), χτύπησαν καμπανάκι στους σεισμολόγους και ανησύχησαν ακόμα περισσότερο τους κατοίκους. Να σημειωθεί ότι είχε να καταγραφεί σεισμός τέτοιου μεγέθους από τις 11 Ιουλίου 2021.
«Ακριβώς πάνω στον οικοδομικό ιστό»
Από τα πρώτα στάδια της ακολουθίας το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο εγκατέστησε πρόσθετους σεισμολογικούς σταθμούς στην περιοχή και το καλοκαίρι του 2021 πύκνωσε περαιτέρω το σεισμογραφικό δίκτυο, σε τέτοιον βαθμό ώστε να καταγράφονται και οι πλέον ασθενείς μικροσεισμοί, με μεγέθη της τάξης του 1,0 στην κλίμακα Ρίχτερ. «Ο μεγάλος αριθμός των μικροσεισμών, που αναφέρουμε και σήμερα συζητούνται, οφείλεται και στην ενδελεχή παρακολούθηση της περιοχής» αναφέρει μιλώντας στο «Βήμα» ο αναπληρωτής διευθυντής του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου κ. Βασίλης Καραστάθης.
«Η ανησυχία μας στην περίπτωση της Θήβας» επισημαίνει «εδράζεται κυρίως στο γεγονός της εγγύτητας της σεισμικής δραστηριότητας ως προς την πόλη. Πολλοί από τους σεισμούς αυτούς συνέβησαν ακριβώς κάτω από τον οικοδομικό ιστό της πόλης. Ακόμα, η ανησυχία βασίζεται και στο ιστορικό των καταστροφών από ισχυρούς σεισμούς στην περιοχή, όπως αυτοί του 1853, του 1854, του 1893, του 1914 κ.λπ. Ακόμα και το 1981 είχαμε σε πολύ κοντινή απόσταση από τη Θήβα τον τρίτο μεγάλο σεισμό της ακολουθίας του Ανατολικού Κορινθιακού. Επίσης η ζώνη που έχει διεγερθεί από όλη αυτή τη δραστηριότητα είναι αρκετά μεγάλη, περί τα 20 χιλιόμετρα, αλλά αφορά διάφορα επιμέρους μικρότερα ρήγματα. Θα ήμασταν πολύ πιο ήσυχοι αν δεν είχε την έκταση αυτή η διεγερμένη ζώνη. Στους φόβους μας προστίθεται και το ερώτημα σχετικά με το πώς θα αντιδράσουν τα κτίρια. Εχει εκφραστεί προβληματισμός τόσο σε σχέση με τα εδάφη θεμελίωσης όσο και με την κατάσταση των κτιρίων. Η συζήτηση που έχει ανοίξει μεταξύ των σεισμολόγων είναι σχετικά με το κατά πόσο μπορεί να θεωρηθεί η ακολουθία αυτή ως σμήνος σεισμών ή μπορεί να υποκρύπτει έναν προσεισμικό χαρακτήρα».
Οι αριθμητικές παράμετροι
Σύμφωνα με τον καθηγητή Σεισμολογίας και μέλος της Επιτροπής Εκτίμησης Σεισμικού Κινδύνου, κ. Γεράσιμο Παπαδόπουλο, οι δείκτες σεισμικότητας της Θήβας εμφανίζουν μια βελτίωση. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; «Σήμερα σε όλες τις επιστήμες προσπαθούμε να εκφραζόμαστε με ποσοτικούς δείκτες. Και στη σεισμολογία πρέπει να αξιολογούμε με βάση ποσοτικούς δείκτες, όπως είναι ο ρυθμός σεισμικότητας, δηλαδή το πλήθος σεισμών που γίνονται στη μονάδα του χρόνου, π.χ. σε μία ημέρα ή σε μία εβδομάδα. Αυτός ο ρυθμός μεταβάλλεται, δεν παραμένει σταθερός. Ενας άλλος πολύ σημαντικός δείκτης είναι η θεμελιώδους σημασίας παράμετρος b, για την οποία έχει χυθεί πολύ μελάνι στην παγκόσμια σεισμολογική βιβλιογραφία. Και αυτή η παράμετρος μεταβάλλεται στον χρόνο και στον χώρο. Η συνήθης τιμή της είναι περίπου 1 αλλά αυτή έχει αποκλίσεις λόγω πολλών παραγόντων. Οταν σε ένα σύνολο σεισμών υπάρχει μεγάλη αναλογία σεισμών σχετικά μικρού μεγέθους, τότε η τιμή υπερβαίνει τη μονάδα, μπορεί να φθάσει το 1,5 ή περισσότερο. Αυτό συχνά συμβαίνει στους μετασεισμούς και αποτελεί διαγνωστικό τους κριτήριο. Οταν όμως μεγαλώνει η αναλογία των σχετικά ισχυρότερων σεισμών, τότε η b μικραίνει και η τιμή της γίνεται 0,9 ή 0,8 ή και μικρότερη. Η πτώση της b με ταυτόχρονη αύξηση του ρυθμού σεισμικότητας αποτελεί κατά κανόνα γνώρισμα των προσεισμών, οι οποίοι προδικάζουν την έλευση ισχυρότερου σεισμού. Στη Θήβα το τελευταίο διάστημα υπάρχουν αυτά τα γνωρίσματα, αλλά προς το παρόν όχι σε κρίσιμο σημείο. Σε κάθε περίπτωση η περιοχή βρίσκεται σε περίοδο αυξημένου σεισμικού κινδύνου και απαιτείται συνεχής και λεπτομερής επικαιροποίηση των δεικτών» εξηγεί ο κ. Παπαδόπουλος.
Από την πλευρά του ο αναπληρωτής διευθυντής του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου επισημαίνει ότι «στη συγκεκριμένη δραστηριότητα της Θήβας δεν υπάρχει σαφής ένδειξη ότι έχουμε κάποια τέτοια χαρακτηριστικά. Πάντως, θεωρώ ότι είναι ευνόητο και στο ευρύ κοινό πως δεν υπάρχει σαφής τρόπος χαρακτηρισμού μιας ακολουθίας ως προσεισμικής με βάση όλες αυτές τις αξιολογήσεις. Διαφορετικά, θα είχαμε λύσει προ καιρού το πρόβλημα της πρόβλεψης, τουλάχιστον σε ένα ποσοστό 30%-40% των περιπτώσεων όπου υπάρχουν προσεισμοί».
Είκοσι ισχυροί σεισμοί το 2021
Μόνο την περυσινή χρονιά στην Ελλάδα σημειώθηκαν 20 ισχυροί σεισμοί με μέγεθος από 5 ρίχτερ και πάνω, και το 2017 ο αριθμός αυτός έφτανε το 15. Αν και το φαινόμενο που καταγράφεται στην περιοχή της Θήβας φαντάζει μοναδικό, δεν είναι. Υπήρχαν και στο παρελθόν ανάλογες περιπτώσεις με σμηνοσειρές (μια σειρά γεγονότων με παρόμοια μεγέθη) αυτού του τύπου στην Ελλάδα. «Θα αναφέρω ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η σεισμική δραστηριότητα του 2011 με περίπου 2.500 σεισμούς στην Ανω Μεσσηνία, στην περιοχή Οιχαλίας, είχε αναστατώσει τον τοπικό πληθυσμό. Ολοι περίμεναν τον «μεγάλο» για πολλούς μήνες, πάνω από έτος, που ποτέ όμως δεν ήρθε! Αντίθετα, τα μεγαλύτερα σεισμικά γεγονότα ήταν τρία, με μέγεθος μόλις 4,5 στην κλίμακα Ρίχτερ» σημειώνει ο κ. Καραστάθης.
Από την πλευρά του ο κ. Παπαδόπουλος σχολιάζει: «Αυτή η περίπτωση είναι πράγματι ξεχωριστή. Στο παρελθόν είχαμε σεισμικές εξάρσεις με μικροσεισμούς, όπως τώρα στη Θήβα, που άλλοτε κατέληξαν σε ισχυρό κύριο σεισμό, π.χ. στο Αρκαλοχώρι της Κρήτης στις 27.9.2021 με καταστροφικό σεισμό μεγέθους 6 ρίχτερ, και άλλοτε «έσβησαν» σταδιακά χωρίς να καταλήξουν σε μεγάλο κύριο σεισμό, οπότε είχαμε τις αποκαλούμενες «σμηνοσειρές» σεισμών. Κλασική θεωρείται η «σμηνοσειρά» του Matsushiro στην Ιαπωνία (1965-1967) με πολλές χιλιάδες καταγεγραμμένων σεισμών. Ωστόσο δύσκολα μπορώ να βρω στην Ελλάδα παράδειγμα παρόμοιο με της Θήβας, με χιλιάδες μικροσεισμούς μέσα σε μια έξαρση που παρατείνεται επί πολλούς μήνες. Βέβαια, σήμερα τα καταγραφικά συστήματα είναι πολύ πιο εξελιγμένα απ’ ό,τι στο παρελθόν, οπότε και αν υπήρξαν παρόμοιες εξάρσεις μόνο μερικώς καταγράφηκαν».
«Περίοδος σχετικής σεισμικής ύφεσης»
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, στην τρέχουσα συγκυρία παρατηρείται μια σεισμική ύφεση στη χώρα. «Αυτό συμβαίνει γιατί τα τελευταία χρόνια είχαμε πολλούς μεγάλους σεισμούς. Σας θυμίζω μερικούς: Ζάκυνθος (25.10.2018, μέγεθος Μ=6,8), Δυτική Κρήτη (27.11.2019, Μ=6,0), Νότια Κρήτη (2.5.2020, Μ=6,6), Σάμος (30.10.2020, Μ=7,0), Τύρναβος Θεσσαλίας (3-4.3.2021, Μ=6,3 και 6,2), Αρκαλοχώρι Κρήτης (27.9.2021, Μ=6,0), Ανατολική Κρήτη (12.10.2021, Μ=6,4). Ορισμένοι εκ των σεισμών αυτών υπήρξαν καταστροφικοί (Σάμος, Τύρναβος, Αρκαλοχώρι), ενώ στη Σάμο είχαμε και ένα σημαντικό τσουνάμι. Αυτά τα δύο-τρία χρόνια απελευθερώθηκε μεγάλο ποσό σεισμικής ενέργειας και είναι λογικό να διανύουμε περίοδο σχετικής ύφεσης. Αλλά η συσσώρευση σεισμικής ενέργειας στην Ελλάδα γίνεται με μεγάλο ρυθμό, οπότε τα μεγάλα μεγέθη σεισμών θα ξαναεμφανιστούν, αν και δεν μπορούμε να πούμε ακριβώς το πότε και το πού» αναφέρει ο κ. Παπαδόπουλος.
Ζητήματα η παλαιότητα, η ρυμοτομία και τα θεμέλια
Η «δραστήρια» εικόνα που εμφανίζει η Θήβα συζητήθηκε την περασμένη Πέμπτη, 14 Απριλίου, στη συνεδρίαση του Συντονιστικού Οργάνου Πολιτικής Προστασίας (ΣΟΠΠ) της περιφερειακής Ενότητας Βοιωτίας, που έγινε στη Λιβαδειά. Μέρος στη συνεδρίαση έλαβαν και ο πρόεδρος του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ) Ευθύμης Λέκκας και ο διευθυντής του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου του Αστεροσκοπείου Αθηνών Ακης Τσελέντης.
«Η Θήβα είναι μια δύσκολη πόλη. Πρώτον, ο κεντρικός της οικισμός είναι από παλιά κτίρια. Δεύτερον, έχει μια ρυμοτομία που δεν βοηθάει και πολύ και, τρίτον, τα παλιά κτίρια έχουν θεμελιωθεί πάνω σε προσχώσεις και απορρίψεις με αποτέλεσμα να υπάρχει θέμα. Ολα αυτά υπολογίζονται ώστε να κάνουμε τον κεντρικό σχεδιασμό» εξηγεί στο «Βήμα» ο κ. Λέκκας. «Στη συνεδρίαση του Συντονιστικού Οργάνου, στη Λιβαδειά, ελέγξαμε επί της ουσίας όλες τις φάσεις του γενικού σχεδίου “Εγκέλαδος” που αφορούν τη συγκεκριμένη περιοχή» καταλήγει.
Από την πλευρά του, ο κ. Τσελέντης εμφανίστηκε καθησυχαστικός, εξηγώντας ότι το ρήγμα που εντοπίστηκε ακριβώς κάτω από τη Θήβα έχει μικρές πιθανότητες να δώσει κάποιον μεγάλο σεισμό. Παράλληλα υπογράμμισε ότι η μέχρι τώρα έρευνα και τα στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους δείχνουν πως η σεισμική δραστηριότητα της περιοχής δεν συνιστά προσεισμική ακολουθία. Για την καλύτερη μελέτη του φαινομένου συνεργείο του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου εγκατέστησε δύο επιταχυνσιογράφους.
Μπορεί να ξυπνήσουν γειτονικά ρήγματα;
Από την έντονη σεισμική δραστηριότητα δεν ανησυχούν μόνο οι κάτοικοι της Θήβας αλλά και οι κάτοικοι του Λεκανοπεδίου, οι οποίοι φοβούνται μήπως «ξυπνήσουν» κάποια από τα ρήγματα που έχουν προκαλέσει στο παρελθόν καταστροφικούς σεισμούς στην Αττική. Οι Βασίλης Καραστάθης και Γεράσιμος Παπαδόπουλος συγκλίνουν στο ίδιο συμπέρασμα. Οι σεισμοί που γίνονται αυτή την περίοδο στη Θήβα είναι πολύ μικροί για να μεταφέρουν τάσεις σε άλλα ρήγματα. Ωστόσο αυτό δεν αποκλείεται αν γίνουν και άλλοι σεισμοί αυτής της τάξης μεγέθους ή και μεγαλύτεροι.
Ομαλοποίηση μετά την έκλυση μεγάλης ενέργειας
Συνεχίζεται η έντονη σεισμική δραστηριότητα και στην περιοχή του Αρκαλοχωρίου, έπειτα από τον μεγάλο σεισμό, 6 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, που σημειώθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 2021. Μέχρι στιγμής οι σεισμογράφοι του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου έχουν καταγράψει περίπου 5.325 μετασεισμούς με μέγιστο βαθμό ρίχτερ τα 5,3. Αριθμός που φαντάζει μεγάλος, αλλά που απ’ ό,τι φαίνεται δεν εμπνέει ανησυχία στους σεισμολόγους. «Στο Αρκαλοχώρι η ακολουθία συνεχίζεται. Εχει εκλυθεί μεγάλη σεισμική ενέργεια στην περιοχή. Θεωρώ ότι σιγά σιγά θα ομαλοποιηθεί πλήρως η κατάσταση» υπογραμμίζει ο αναπληρωτής διευθυντής του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου Βασίλης Καραστάθης.
Πηγη: in.gr