Quantcast

Θεσσαλονίκη: Πώς κλείδωσαν τους servers του δήμου για να ζητήσουν λύτρα οι χάκερς

Ο αντιδήμαρχος Γιώργος Αβαρλής διαβεβαιώνει πως δεν υπάρχει πιθανότητα να αλλοιωθούν τα αρχεία, μιας και χθες το βράδυ ο δήμος κράτησε back up από τα δεδομένα του συστήματος

Σε αγώνα δρόμου για να επιλυθεί το πρόβλημα στους κεντρικούς servers του δήμου Θεσσαλονίκης μετά την κυβερνοεπίθεση που δέχθηκε τα ξημερώματα έχουν επιδοθεί διοίκηση και τα αρμόδια συνεργαζόμενα τεχνικά συνεργεία.

Όπως εξήγησε ο αντιδήμαρχος Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Μεταναστευτικής Πολιτικής, Γιώργος Αβαρλής, μιλώντας στη Voria.gr, όταν κάποιος επιχειρεί να μπει σε ένα από τα χακαρισμένα αρχεία, τότε πετιέται ένα μήνυμα στα αγγλικά που λέει «Θεσσαλονίκη, την έχετε πατήσει», ενώ παρατίθεται και ένας υπερσύνδεσμος που οδηγεί, όπως γράφουν, στον αριθμό των χρημάτων που ζητούν για να ξεμπλοκάρουν το σύστημα.

«Η απόφαση που πήραμε εξαρχής με τον δήμαρχο αλλά και η εντολή που έχουμε λάβει από τη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος είναι μία: Δεν προχωράμε» σημειώνει ο κ. Αβαρλής, τονίζοντας πως κανένας εκ των αρμοδίων δεν έχει πατήσει τον υπερσύνδεσμο για να δει τα υποτιθέμενα λύτρα. Παράλληλα, διαβεβαιώνει πως δεν υπάρχει πιθανότητα να αλλοιωθούν τα αρχεία μιας και εχθές το βράδυ ο δήμος κράτησε back up από τα δεδομένα του συστήματος.

Ο αντιδήμαρχος έχει ήδη προχωρήσει σε μήνυση κατά αγνώστων ενώ είχε και επικοινωνία για το ζήτημα με το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Την ίδια ώρα τα αρμόδια συνεργεία της εταιρείας Space Hellas που συνεργάζεται με τον δήμο, προσπαθούν να επιλύσουν το πρόβλημα, ενώ ειδική ομάδα της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος έχει αναλάβει προανακριτικά να εντοπίσει τους χάκερς.

Σημειώνεται πως ο κ. Αβαρλής διαψεύδει πληροφορίες που κάνουν λόγο για λύτρα που αγγίζουν το ποσό των 20 εκατ. ευρώ.

Το κακόβουλο λογισμικό που χρησιμοποιήθηκε κατά την κυβερνοεπίθεση είναι το ransomware, το οποίο απειλεί να δημοσιοποιήσει τα προσωπικά δεδομένα του θύματος ή να διακόψει την πρόσβασή του θύματος σε αυτά, μέχρι να δοθούν λύτρα από το θύμα. Αν και τα απλά ransomware προγράμματα μπορεί να κλειδώσουν ένα σύστημα με τέτοιον τρόπο που δεν είναι δύσκολο να ξεκλειδωθεί από ένα άτομο έμπειρο στον τομέα, τα πιο εξελιγμένα προγράμματα του είδους χρησιμοποιούν τεχνικές που συνδυάζουν την κρυπτογραφία με την κακόβουλη σχεδίαση λογισμικού (cryptoviral extortion), ώστε να πετύχουν την κρυπτογράφηση των αρχείων του θύματος, καθιστώντας τα μη προσβάσιμα και ζητώντας λύτρα για την αποκρυπτογράφησή τους.