Την «κόλαση» μέσα από το βαγόνι του κυλικείου της μοιραίας αμαξοστοιχίας Intercity η οποία παρέσυρε δεκάδες ανθρώπους στο θάνατο, περιέγραψε η 19χρονη Βασιλική που επέζησε από το δυστύχημα των Τεμπών.
Η νεαρή ταξίδευε μαζί με τον φίλο της από τη Θήβα στη Θεσσαλονίκη και καθόντουσαν στο κυλικείο τη στιγμή της σύγκρουσης. Μπόρεσε να βγει από το τρένο όπως λέει χάρη σε μια τρύπα που άνοιξε στο πάτωμα: «Την ώρα της σύγκρουσης ήμασταν στο πρώτο τραπέζι του κυλικείου… Ακούστηκε ένα μπαμ και μαύρισαν όλα. Έπιασε απευθείας φωτιά. Βρήκαμε γρήγορα τις αισθήσεις μας. Φώναξα τον Στέλιο. Μου είπε ότι είναι εδώ. Είχε τρύπα στο πάτωμα. Είχε ανοίξει το πάτωμα μπροστά μας. Βγήκαμε από εκεί, βγήκαμε έξω. Εμείς δεν είχαμε κινητά, βρήκαμε ένα τηλέφωνο ξεκλείδωτο. Πήρα τον μπαμπά μου…».
Μάλιστα στη συνέχεια είπε πως νόμιζε ότι θα πεθάνει: «Περπατήσαμε λίγα μέτρα παρά πέρα. Ο κόσμος καιγόταν! Έπεφτε από τα βαγόνια. Βγήκαν και άνθρωποι που ήταν καλά, με βαλίτσες. Ο Στέλιος ήταν ξυπόλυτος και κρύωνε. Ζητάγαμε από τον κόσμο να μας δώσει μπουφάν. Μου έλεγε να πάμε στη φωτιά που έβγαζε το βαγόνι για να ζεσταθεί. Πιστεύαμε ότι θα πεθάνουμε, ότι αυτές ήταν οι τελευταίες μας στιγμές».
Ο φίλος της είχε όπως είπε είχε πιο τραυματισεί πιο σοβαρά από εκείνη. «Ο Στέλιος είχε κάποια εγκαύματα, εγώ είχα σπάσει τη σπονδυλική στήλη στα πλευρά, κάποιο κάταγμα στο πόδι…».
Σύμφωνα με τα όσα δήλωσε, ήταν οι πρώτοι τραυματίες που πήραν τα ασθενοφόρα: «Εμείς όταν βγήκαμε ήταν πάρα πολύ νωρίς. Όταν βγήκαμε ήμασταν σχεδόν μόνοι μας. Δεν είδα να βγαίνουν άλλοι από το κυλικείο που είχε μετατραπεί σε μάζα. Είχε καεί όλο. Δεν ξεχώριζες ότι εκεί ήταν το κυλικείο και βγήκαμε από εκεί. Κόσμος πήδαγε για να σωθεί αλλά από το άλλο βαγόνι, που είχε πέσει πάνω από το κυλικείο. Κανένας δεν ξέρω αν βγήκε από το κυλικείο και αν τα κατάφερε».