Ο Γιώργος με ένα μακροσκελές κείμενο αναφέρεται στον τραγικό περιστατικό. Απευθυνόμενος στον αδικοχαμένο Άλκη ο φοιτητής του ΑΠΘ λέει «δεν σε άκουσαν όμως, δεν ήταν όπως εμείς Άλκη μου, αδερφέ όλων μας, δυστυχώς δεν έμαθαν να ακούνε και να καταλαβαίνουν.
Σου του υπόσχομαι όμως, σου το υποσχόμαστε όλοι, θα κάνουμε τα πάντα για να μην ξαναγίνει αυτό. Και την παιδεία θα προωθήσουμε και την ασφάλεια θα υπερασπιστούμε».
«Δεν σε ήξερα Άλκη, εγώ μέχρι να μάθω για σένα θρηνούσα την απώλεια του παππού μου, αυτό είναι το φυσιολογικό, να θρηνούμε τους μεγάλους, τα παιδιά δεν πρέπει να πεθαίνουν», καταλήγει ο Γιώργος.
Το κείμενο:
«Μη παρακαλώ σας μη, μη με χτυπάτε άλλο.
Το είχε πει και ο Μπιθικώτσης, στο τραγούδι του Θεοδωράκη, της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ.
Τα ακούμε τώρα για να γιορτάσουμε την δικαιοσύνη και την Λευτεριά.
«Μη παρακαλώ σας μη, μη λησμονάτε τη χώρα μου.»
Ποια δικαιοσύνη και ποια λευτεριά; Σε μια χώρα που ένας συνομήλικος μου λέει «Σας παρακαλώ, μην με χτυπάτε»
Γεννιέσαι, οι γονείς σου σου λένε «Μην σηκώνεις το χέρι σου σε κανέναν, να λες ευχαριστώ και συγγνώμη.»
Βλέπεις να γίνονται τα μύρια όσα, βιασμοί, σκοτωμοί, κλοπές.
Λες «Μαμά, γιατί το κάνουν αυτό;» η μάνα σου σου απαντά «γιατί είναι κακοί άνθρωποι, Άλκη μου, Γιώργο μου, Μαρία μου»
«Εγώ θα γίνω καλός λες»
Απορείς τι συμβαίνει γύρω σου, αγχώνεσαι, θες να είσαι χρήσιμος.
Διαβάζεις, ακούς τους γονείς σου, τους καθηγητές σου. Θέλεις να κάνεις το σωστό για να νιώθεις οκ, και συ και οι δικοί σου.
Μια μέρα βλέπεις μια μπάλα. Την κλωτσάς, νιώθεις να σου φεύγουν όλα τα άγχη. Βλέπεις το κίτρινο και το μαύρο, το κόκκινο και το άσπρο, δεν έχει σημασία, ακούς με ενθουσιασμό τον μπαμπά σου, ή τον αγαπημένο σου θείο γεμάτος χαμόγελο «αυτήν είναι η ομαδάρα μας»
Την ερωτεύεσαι και εσύ.
Είναι το λιμάνι σου για όλες τις δύσκολες μέρες.
Για τις μέρες που πιέζεσαι, απογοητεύεσαι, βαριέσαι.
Ανοίγεις την TVκαι λες παίζει η ομάδα μου. Τότε σου φεύγουν όλα τα βάρη.
Δένεσαι, μεγαλώνεις με αυτήν, κάνεις φίλους που την αγαπάνε και αυτοί.
Διαβάζεις, ξαναδιαβάζεις, αγχώνεσαι, δουλεύεις.
Πας γήπεδο.
Βλέπεις 5 τύπους να βρίζουν και να τους φεύγουν τα σάλια.
Γελάς.
Τους βλέπεις να γίνονται 10, πετάνε και καφέδες, καλύπτεις το κεφάλι σου και γελάς με λιγότερη σιγουριά.
Τους βλέπεις ξανά, πετάνε αντικείμενα, φτύνουν, πέτρες κακό, ο μπροστινός φωνάζει και λέει «μου ρθε το πετραδάκι στο κεφάλι, θα με σκοτώσεις»
Λες τα πράγματα είναι σοβαρά, μας χαλάνε το παιχνίδι, η ασφάλεια που είναι;
Διαβάζεις για τις πανελλήνιες. Αντί να βγαίνεις έξω βόλτες με ακριβά αμάξια αφήνεις τον ιδρώτα σου στο γραφείο σου. Για 8 ώρες, για δέκα ώρες.
Σου λείπει το γήπεδο. Αυτοί είναι ακόμα εκεί, χτυπάνε, πετάνε βρίζουν.
Περνάς στο πανεπιστήμιο.
Πας στην αγαπημένη σου πόλη.
Βγαίνεις με τους φίλους σου γιατί σου τα έσκασε η εξεταστική και αυτοί έρχονται και απλά σου κόβουν το νήμα της ζωής.
Και τους λες «Σας παρακαλώ μην με χτυπάτε».
Δεν σε άκουσαν όμως, δεν ήταν όπως εμείς Άλκη μου, αδερφέ όλων μας, δυστυχώς δεν έμαθαν να ακούνε και να καταλαβαίνουν.
Σου του υπόσχομαι όμως, σου το υποσχόμαστε όλοι, θα κάνουμε τα πάντα για να μην ξαναγίνει αυτό. Και την παιδεία θα προωθήσουμε και την ασφάλεια θα υπερασπιστούμε.
Δεν είναι ελευθερία το να φοβόμαστε να περπατήσουμε ελεύθερα στην πόλη μας. Να φοβόμαστε να είμαστε οι εαυτοί μας.
Δεν σε ήξερα Άλκη, εγώ μέχρι να μάθω για σένα θρηνούσα την απώλεια του παππού μου, αυτό είναι το φυσιολογικό, να θρηνούμε τους μεγάλους, τα παιδιά δεν πρέπει να πεθαίνουν, η κοινωνία δεν πρέπει να πεθαίνουν.
Γιώργος Τριανταφύλλου».