Quantcast

Συγκλονίζει φίλος του Μονογυιού: Έλιωσαν τα δακτυλικά μου αποτυπώματα, αλλά δεν έσωσα τον Τζώρτζη

Ο φίλος του Τζώρτζη Μονογυιού περιγράφει το εφιαλτικό τροχαίο

Ένας από τους φίλους του Τζώρτζη Μονογυιού περιγράφει εκείνη την εφιαλτική νύχτα, όπου ο φίλος του έχασε τη ζωή του σε τροχαίο στη Βούλα.

 

 

 

Σύμφωνα με πληροφορίες του Πρώτου Θέματος, με σπασμένη φωνή και τα χέρια του διαλυμένα από τις καυτές λαμαρίνες της Ferrari, την οποία λύγισε με όση σωματική και ψυχική δύναμη διέθετε για να απεγκλωβίσει τον Τζώρτη Μονογυιό από το φλεγόμενο supercar, ένας από τους φίλους του περιγράφει στο «ΘΕΜΑ» όλα όσα έγιναν εκείνο το βράδυ.

Ακολουθούσε από πίσω

Ο νεαρός ακολουθούσε το κόκκινο «θηρίο» με ένα λευκό SUV προκειμένου να το πάνε στο γκαράζ του σπιτιού του 43χρονου επιχειρηματία στη Βουλιαγμένη και είδε μπροστά στα μάτια του να ξεδιπλώνεται καρέ-καρέ το σκηνικό του θανάτου.

Μόλις η Ferrari άρπαξε φωτιά, ο στενός φίλος του επιχειρηματία, μαζί με τον άλλο φίλο του έπεσαν στις φλόγες για να βγάλουν έξω τον νεκρό Τζώρτζη και τη λιπόθυμη σύζυγό του Αθηνά Κοντοπάνου. Οπως χαρακτηριστικά λέει, το τροχαίο έγινε με τον ίδιο τρόπο με αυτόν που υπάρχει σε βίντεο του YouTube, όπου μια ίδια Ferrari βγαίνει από τον δρόμο με ταχύτητα 40 χλμ./ώρα και καρφώνεται σε δέντρο. «Για την Τροχαία είναι ξεκάθαρα τα πράγματα και δεν υπάρχει κάτι άλλο. Ούτε εμπλοκή άλλου οχήματος, πεζού ή κάποιου σκύλου», λέει χαρακτηριστικά.

Η διαδρομή

Η συζήτηση ξεκινάει από το τι συνέβη στο πάρκινγκ δίπλα στο Ασκληπιείο Βούλας. «Ημουν μαζί του από τη στιγμή που παρέλαβε το αυτοκίνητο. Ήμουν με ένα BWM Χ5, λευκό. H Porsche είναι το αυτοκίνητο της Αθηνάς και το είχε πάρει ο φίλος μου. Η γυναίκα του είχε πάει μαζί με τον Γιώργο κι εμείς πήραμε το αυτοκίνητό της για να πάμε στο σπίτι. Και μετά να γυρίσουμε με τον Γιώργο να πάρει το δικό του που το είχε αφήσει στη Βούλα.

Οι τελευταίες κουβέντες που ανταλλάξαμε ήταν “Πάμε σπίτι. Πάμε σπίτι να το βάλουμε στο γκαράζ” μου είπε και ξεκινήσαμε. Πήγαινα από πίσω του», λέει και με δυσκολία συνεχίζει την αφήγηση. «Η συγκεκριμένη Ferrari ήταν ένα αυτοκίνητο που του άρεσε πολύ και προσπαθούσε καιρό να το πάρει. Το είχε αγοράσει από τη Γερμανία. Είναι ένα ειδικό αυτοκίνητο, πάρα πολύ γρήγορο. Είναι full carbon, το πλαίσιό του είναι carbon. Μπήκε μέσα και ξεκινήσαμε να το πάμε στη Βουλιαγμένη. Πήρε ο φίλος μου το αυτοκίνητο της γυναίκας του, πήρα εγώ το δικό μου και ξεκινήσαμε. Εκείνη την ώρα ο δρόμος είχε κίνηση.

Δηλαδή δεν μπορούσε κάποιος να τρέξει», αναφέρει. Σε ό,τι έχει να κάνει με την απενεργοποίηση των συστημάτων ελέγχου του supercar, λέει: «Δεν μπορώ να ξέρω τι είχε κάνει με τα συστήματα, αν τα ενεργοποίησε ή αν τα απενεργοποίησε. Υπάρχουν mode που το αυτοκίνητο σπινιάρει λίγο, σπινιάρει πιο πολύ ή είναι τελείως απενεργοποιημένο. Υπάρχει ένας κακός χειρισμός του αυτοκινήτου, ο οποίος οδήγησε σε αυτές τις απανωτές “σφαλιάρες” και είχαμε την κατάληξη στο δέντρο». Στις επόμενες γραμμές ξεδιπλώνει όσα φρικτά αντίκρισε όταν το κόκκινο «θηρίο» του μισού εκατομμυρίου, δίπλωσε δύο φορές στο ύψος της Κουτάλας και σε μια ανεξέλεγκτη πορεία 3 δευτερολέπτων έσκασε στον ευκάλυπτο.

Είδε το σκηνικό

«Το σκηνικό το είδα, γιατί ήμουν από πίσω του. Είδα το αυτοκίνητο να χάνει τον έλεγχο στους τρεις τελευταίους ελιγμούς. Και με το που βλέπω να κάνει μπαμ!, τυλίγεται και στις φλόγες. Πρέπει να ήταν γεμάτο το ντεπόζιτο με τη βενζίνη», αναφέρει, ενώ σε ό,τι αφορά την κατάσταση του οχήματος λέει: «Το αυτοκίνητο ήταν μοντέλο του ’20 με λάστιχα του 2019. Τα λάστιχα ήταν σε καλή κατάσταση. Το αυτοκίνητο ήταν έτοιμο όταν το παρέλαβε, δεν θα το πήγαινε για σέρβις. Επίσης, δεν έτρεχε για να αφήσει αποτυπώματα στην άσφαλτο. Ηταν κρύα τα λάστιχα. Γι’ αυτό όμως θα αποφανθούν οι ειδικοί, γιατί δεν είναι δική μας αρμοδιότητα. Εγώ το κρίνω με τα μάτια τα δικά μου».

Θρίλερ

Η κουβέντα στρέφεται στις δραματικές στιγμές του απεγκλωβισμού κι εκεί η φωνή του σπάει. Ανακαλεί στη μνήμη του όσα συνέβησαν το βράδυ της προπερασμένης Πέμπτης και αρχίζει να ξεδιπλώνει το χρονικό του δράματος: «Μακάρι να μου κοβόντουσαν τα χέρια και να ήταν ζωντανός ο φίλος μου. Εχουν λιώσει μέχρι και τα δακτυλικά μου αποτυπώματα. Ο Γιώργος ήταν ένας πολύ καλός οδηγός. Δεν έπινε ποτέ. Δεν έτρεχε ποτέ με τα αυτοκίνητα. Και με το που γίνεται το τρακάρισμα τρέχουμε κατευθείαν πάνω στο αυτοκίνητο. Η πρώτη μου σκέψη όταν τον είδα να σκάει στο δέντρο ήταν “Ααααα!

«Εψαχνα να λύσω τη ζώνη και η ζώνη ήταν λιωμένη από τη φωτιά…. Τον πιάνω από την μπλούζα και τον τραβάω προς τη μεριά του καθίσματος. Γι’ αυτόν τον λόγο ήταν και λίγο γυμνός από πάνω ο Γιώργος. Το παντελόνι του μαγκώνει στις ταχύτητες…»

Ο Γιώργος το τράκαρε, το γ@@@ το αμάξι”. Aυτή ήταν η πρώτη μου σκέψη. Σε δεύτερο χρόνο κατάλαβα ότι τα πράγματα ήταν σοβαρά και είπα “Αμάν! Φωτιά!”. Μετά άρχισα να ανησυχώ και είπα “Ωχ! Γιατί δεν βγαίνουν;”. Τους περιμένω να βγουν. Προσπαθούμε να ανοίξουμε την πόρτα και δεν ανοίγει. Βάζω το χέρι μου από μέσα και το παράθυρο ήταν κατεβασμένο. Δεν ξέρω αν είχαν σπάσει τα τζάμια, εγώ βρήκα ανοιχτό το παράθυρο. Βάζω το χέρι μου από μέσα και βρίσκω το χερούλι αμέσως. Και αυτό ήταν κάτι που δεν περίμενα ποτέ. Στο δικό μου αυτοκίνητο να ψάξω να βρω το χερούλι δεν θα το βρω.

Γιατί όλα εκείνη τη στιγμή έγιναν αυτόματα και ήταν θέμα δευτερολέπτων. Οταν άνοιξα την πόρτα τούς είδα και τους δύο λιπόθυμους. Ανάμεσα στα καθίσματα υπήρχε φωτιά. Ακολούθησα λοιπόν τη ζώνη και κατάφερα να ξεμπλοκάρω τη ζώνη της Αθηνάς. Την πιάνω και την πετάω κατευθείαν πίσω. Σαν ένα τσουβάλι πατάτες, πώς να το πω, ήταν σαν μια κούκλα. Αν δείτε και σ’ ένα βίντεο που κυκλοφορεί φαίνεται πολύ καθαρά πώς την πιάνω και την πετάω. Ο φίλος μου εκείνη τη στιγμή έρχεται από πίσω, βλέπει ότι έχω βγάλει την Αθηνά και φεύγει γύρω-γύρω για να πάει στον Γιώργο.

Ξαναμπαίνω εγώ, χωρίς να δω πού έχω πετάξει την Αθηνά πίσω, για να προλάβω, γιατί η φωτιά φούντωνε και βρίσκω τον Γιώργο. Εψαχνα τη ζώνη του. Θέλω να ξεμπλοκάρω κι εκείνη τη ζώνη, όμως είδα ότι η ζώνη είχε λιώσει. Εψαχνα να λύσω τη ζώνη και η ζώνη ήταν λιωμένη από τη φωτιά. Μια, δυο, τρεις, καταλαβαίνω ότι η ζώνη ήταν λιωμένη, τον πιάνω από την μπλούζα και τον τραβάω προς τη μεριά του καθίσματος. Γι’ αυτόν τον λόγο ήταν και λίγο γυμνός από πάνω ο Γιώργος. Το παντελόνι του μαγκώνει στις ταχύτητες. Δεν έχει ακριβώς ταχύτητες το αυτοκίνητο, έχει έναν πύργο με κάτι κουμπάκια.

Φωνάζω “Ανέστη!” και ο Ανέστης έρχεται πάλι από πίσω μου και φαίνεται και σε κάποια βιντεάκια ότι κάτι κάνει στα παπούτσια του. Εκείνη την ώρα λέω “Τι κάνει; Καθαρίζει τα παπούτσια του;”. Ομως εκείνος είχε πατήσει τη βενζίνη από δίπλα και είχαν πάρει φωτιά τα παπούτσια του. Και πιάνουμε μαζί τον Γιώργο, σε όλη αυτή τη διαδικασία ο Ανέστης είχε φωτιά στα παπούτσια του».