«Φρένο» στο αίτημα πολιτών, με το οποίο ζητούσαν να ακυρωθεί κοινή υπουργική απόφαση, που προέβλεπε έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας για τον κίνδυνο διασποράς του κοροναϊού, έβαλε το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Με απόφασή του, το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο απέρριψε σχετική αίτηση 50 πολιτών κατά των μέτρων που αφορούν χρήση μάσκας, περιορισμούς μετακινήσεων και επιβολής προστίμων, τα οποία είχαν επιβληθεί από τον Δεκέμβριο του 2020.
Και μπορεί από την 1η Ιουνίου να πετάξαμε τις μάσκες για πολλούς χώρους, εξωτερικούς και εσωτερικούς, δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι τα μέτρα που είχε λάβει η κυβέρνηση μπορεί να ισχύσουν εκ νέου ανά πάσα στιγμή, ανάλογα με τα επιδημιολογικά δεδομένα της χώρας. Εξάλλου, η άρση της υποχρεωτικής χρήσης μάσκας ισχύει μέχρι τις 15 Σεπτεμβρίου, οπότε και θα επαναξεταστεί το μέτρο.
Η απόφαση του ΣτΕ
«Τα μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση της επιδημίας COVID– 19 και τα οποία, μεταξύ άλλων, συνίστανται στην χρήση ατομικών μέσων προστασίας, όπως οι μη ιατρικές μάσκες, στον περιορισμό των μετακινήσεων και την αναστολή δραστηριοτήτων, με σκοπό τον περιορισμό της κινητικότητας, και κύριους στόχους την μείωση του συγχρωτισμού και την αποφυγή της περαιτέρω διασποράς του ιού, δεν παρίστανται, κατ’ αρχήν, προδήλως δυσανάλογα για την ικανοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή την προστασία της δημόσιας υγείας», αναφέρεται στην απόφαση του ΣτΕ.
Όπως σημειώνει το ανώτατο δικαστήριο, «το δικαίωμα στην υγεία αναγνωρίζεται στο Σύνταγμα, τόσο ως ατομικό όσο και ως κοινωνικό δικαίωμα. Ειδικότερα, ως ατομικό, το δικαίωμα στην υγεία περιλαμβάνει την προστασία της ατομικής υγείας και σωματικής και ψυχικής ακεραιότητας του ατόμου από προσβολές και διακινδυνεύσεις, καθώς και την ελευθερία του αυτοκαθορισμού του, ήτοι την ελευθερία του ατόμου να αποφασίζει το ίδιο για θέματα της υγείας του. Ως κοινωνικό, το δικαίωμα στην υγεία συνίσταται στην υποχρέωση του Κράτους προς παροχή στους πολίτες υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου και, γενικώς, στην υποχρέωσή του προς λήψη των αναγκαίων εκάστοτε θετικών μέτρων που αποβλέπουν στην προστασία της υγείας, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η δημόσια υγεία, υπό την έννοια της πρόληψης των νοσημάτων και της προαγωγής της υγείας των πολιτών, στους οποίους, εξ άλλου, παρέχεται δικαίωμα να απαιτήσουν από το Κράτος την πραγμάτωση της αντίστοιχης υποχρεώσεώς του».
Ο σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια υγεία
Στη βάση αυτή, το ΣτΕ με την απόφασή του κρίνει πως «επομένως, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τίθεται σε σοβαρό κίνδυνο η δημόσια υγεία, όπως είναι η κατάσταση πανδημίας λόγω της εμφανίσεως ιού, που διακρίνεται για την υψηλή και ταχεία μεταδοτικότητά του και την πιθανότητα προκλήσεως σοβαρών προβλημάτων υγείας στα άτομα τα οποία προσβάλλει, δημιουργώντας ακόμα και κίνδυνο για τη ζωή τους, το Κράτος, με γνώμονα την αρχή της προφύλαξης, οφείλει να λάβει όλα τα κατάλληλα και απαραίτητα μέτρα για τον περιορισμό της διαδόσεως της ασθένειας και κατ’ επέκταση, την μείωση της πιέσεως των υπηρεσιών υγείας, έως ότου εξευρεθεί επιστημονικώς τεκμηριωμένη λύση αποτελεσματικής αντιμετωπίσεώς της, οι δε πολίτες έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν την πραγμάτωση της σχετικής υποχρεώσεως του Κράτους. Η καταλληλότητα και η αναγκαιότητα των μέτρων εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως είναι, ιδίως, ο τρόπος μεταδόσεως, και κρίνεται επί τη βάσει έγκυρων και τεκμηριωμένων, επιστημονικών, ιατρικών και επιδημιολογικών δεδομένων».
Συνταγματικώς ανεκτή η επέμβαση στα δικαιώματα
Μάλιστα, όπως ξεκαθαρίζει το ΣτΕ, «τα μέτρα αυτά μπορεί μεν να συνιστούν ακόμα και σοβαρή επέμβαση στην απόλαυση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, πλην η επέμβαση αυτή είναι συνταγματικώς ανεκτή».