Quantcast

ΣτΕ: Αποζημιώσεις άνω του 1,5 εκατ. ευρώ σε επιχειρήσεις που υπέστησαν ζημιές μετά τη δολοφονία Γρηγορόπουλου

Το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάνθηκε ότι η Αστυνομία οφείλει να προστατεύει τις περιουσίες των πολιτών από τις καταστροφές των «γνωστών-αγνώστων»

Οι σύμβουλοι Επικρατείας αποφάνθηκαν ότι εάν η Αστυνομία δεν λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα (προληπτικά και κατασταλτικά) για να προστατεύσει τις περιουσίες των πολιτών (καταστήματα, σπίτια, αυτοκίνητα, κ.λπ.) κατά τη διάρκεια μαζικών κινητοποιήσεων πολιτών, όπως είναι οι ζημίες που προκλήθηκαν μόλις έγινε γνωστή η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, την 7η Δεκέμβριου 2008 στα Εξάρχεια, τότε δημιουργείται υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλλει αποζημιώσεις προς αποκατάσταση των ζημιών.

Ειδικότερα, το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο με τέσσερις αποφάσεις του υποχρέωσε το Δημόσιο να καταβάλλει 1.562.613 ευρώ συν τους νόμιμους τόκους για τις ζημιές που προκλήθηκαν από τους γνωστούς-αγνώστους τη νύκτα εκείνη (7.12.2008) της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από αστυνομικό Επαμεινώνδα Κορκονέα σε καταστήματα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.

Στην εκπνοή του περασμένου χρόνου, το ΣτΕ με άλλες παλαιότερες αποφάσεις του, είχε επιδικάσει 1.868.000 ευρώ (συν τους τόκους) σε ιδιοκτήτες καταστημάτων-επιχειρηματίες που βρίσκονται στις οδούς γύρω από το Πολυτεχνείο και στην περιοχή των Εξαρχείων οι οποίοι υπέστησαν ολοσχερή ή μερική καταστροφή, λεηλατήθηκαν ή κάηκαν τα καταστήματά τους, κ.λπ. Με άλλα λόγια μέσα σε 10 μήνες το ΣτΕ επιδίκασες για τον ίδιο λόγο αποζημιώσεις ύψους 3.430.613 ευρώ.

Στα Διοικητικά Δικαστήρια είχε προσφύγει ασφαλιστική εταιρεία η οποία διεκδικούσε το ποσό των 1.562.613 ευρώ που είχε καταβάλλει ήδη σε ασφαλισμένους ιδιοκτήτες καταστημάτων που υπέστησαν ολοσχερείς ή τεράστιες καταστροφές την επίμαχη νύκτα του Δεκεμβρίου του 2008. Η πρώτη επιχείρηση που είχε υποστεί ζημιές ύψους 1.028.047 ευρώ ήταν στο Μοναστηράκι στη συμβολή των οδών Ερμού και Καπνικαρέας. Η δεύτερη που είχε υποστεί ζημιές 359.600 ευρώ στεγαζόταν επί της οδού Ερμού 49. Η τρίτη ήταν επί της οδού Εναντίας 86 στην Θεσσαλονίκη και είχε υποστεί ζημιές 89.214 ευρώ και η τέταρτη ήταν στην συμβουλή των οδών Γούναρη και Αλεξάνδρου Σβώλου 35 και πάλι στην συμπρωτεύουσα με ζημιές 85.842 ευρώ.

Τόσο στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών όσο και της Θεσσαλονίκης η ασφαλιστική εταιρεία, έχασε τις υποθέσεις, καθώς οι εφέτες έκριναν, μεταξύ των άλλων, ότι «τα βίαια επεισόδια εκείνης της νύκτας και οι ζημιογόνες συνέπειες τους αποτελούν γεγονός το οποίο δεν μπορούσε να αποτραπεί με μέτρα άκρας επιμέλειας». Κατά συνέπεια κρίθηκε από τους Διοικητικούς Εφέτες ότι «δεν συντρέχει ευθύνη του δημοσίου από παράνομες παραλείψεις των οργάνων του (αστυνομικών) και δεν στοιχειοθετείται υποχρέωσή του προς αποζημίωση».

Οι σύμβουλοι Επικρατείς, αντέτειναν στους Εφέτες, ότι στην περιοχή της Θεσσαλονίκης «ο αριθμός των προσώπων που ενεπλάκησαν στα επεισόδια αυτά και προκάλεσαν εμπρησμούς και εν γένει καταστροφές στις περιουσίες των πολιτών ανερχόταν μόλις στα 400 άτομα στην πορεία έμπροσθεν του Λευκού Πύργου και στα 30 άτομα έμπροσθεν του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης».

Τώρα, το Α΄ Τμήμα του ΣτΕ (πρόεδρος η αντιπρόεδρος Μαρίνα Κωνσταντινίδου και εισηγήτρια η σύμβουλος Επικρατείας Χαρίκλεια Χαραλαμπίδου), αναίρεσε τέσσερεις αποφάσεις των Διοικητικών Εφετείων. Παράλληλα επισημαίνει ότι από τις εφετειακές αποφάσεις «δεν προκύπτει ο τρόπος δράσεις των αστυνομικών κατά την διάρκεια των βίαιων επεισοδίων και ειδικότερα δεν αναφέρονται συγκεκριμένες ενέργειες στις οποίες προέβησαν προκειμένου να αναχαιτίσουν τις επιθέσεις κατά της περιουσίας των πολιτών, ούτε προκύπτει ότι συνελήφθη μέρος έστω των δραστών που προέβησαν σε εμπρησμούς και καταστροφές, δεδομένου ότι στις εφετειακές αποφάσεις οι δράστες αναφέρονται ως «άγνωστοι»».

Οι σύμβουλοι Επικρατείας υπογραμμίζουν ότι «η προστασία της περιουσίας των πολιτών από βιαία επεισόδια που εκδηλώνονται στο πλαίσιο οποιασδήποτε μορφής μαζικής κινητοποίησης πολιτών αποτελεί υποχρέωση των αστυνομικών οργάνων, η εκπλήρωση της οποίας δεν εναπόκειται στην διακριτική ευχέρειά τους. Επομένως, αν τα αστυνομικά όργανα παραλείψουν παντελώς να επέμβουν για να προστατεύσουν την περιουσία του πολίτη, η οποία απειλείται, υπό τις ανωτέρω περιστάσεις, η παράλειψη αυτή είναι παράνομη και συνεπώς συντρέχει η απαιτούμενη για την θεμελίωση αστικής ευθύνης του Δημοσίου προϋπόθεση της παρανομίας» και κατά προέκταση καταβολής αποζημίωσης.

Υπογραμμίζει στην συνέχεια το ΣτΕ, ότι «διακριτική ευχέρεια διαθέτουν τα αστυνομικά όργανα μόνο ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα ενεργήσουν, δηλαδή ως προς την επιλογή του είδους των μέτρων που πρέπει να λάβουν προς εκπλήρωση της υποχρέωσης τους, δυνάμενα –κατόπιν εκτίμησης- να επιλέξουν και να εφαρμόσουν το καταλληλότερο για την συγκεκριμένη περίπτωση επιχειρησιακό σχέδιο».

Μάλιστα, σημειώνεται στις αποφάσεις του ΣτΕ, ότι σε περίπτωση κατά την οποία τα αστυνομικά όργανα, «αν και επεμβαίνουν και επιχειρούν, δεν λαμβάνουν κανένα συγκεκριμένο μέτρο για να προστατεύσουν την περιουσία του πολίτη, η επιλογή της αποχής τους από κάθε ενέργεια ειδικώς προς το σκοπό της προστασίας του ανωτέρω αγαθού, συνιστά υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειάς τους και για το λόγο αυτό είναι παράνομη».

Δεν συνιστούν περίπτωση ανωτέρας βίας -υπογραμμίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας- «έτσι ώστε να δικαιολογήσουν τη μη υποχρέωση του Δημοσίου να καταβάλλει αποζημίωση, σε βίαια επεισόδια ιδιαίτερης μεγάλης έντασης και έκτασης που κλιμακώνονται και εξαπλώνονται σταδιακά και λαμβάνουν χώρας σε πολλά σημεία ταυτοχρόνως, με συνέπεια τη διάσπαση των αστυνομικών δυνάμεων και κατ΄ επέκταση τη μείωση της αποτελεσματικότητάς τους, αν αυτά τα επεισόδια μπορούν να προβλεφθούν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και να τεθούν υπό έλεγχο εγκαίρως, πριν δηλαδή εξαπλωθούν και καταστούν ανεξέλεγκτα με τη λήψη άμεσων, αναγκαίων και πρόσφορων μέτρων».