Η ιστορία του σπηλαίου ξεκινά με την ανακάλυψή του τον Σεπτέμβριο του 1978, όταν Έλληνες και Γάλλοι σπηλαιολόγοι υποστήριξαν ότι τα νερά του ποταμού πρέπει να περνούν μέσα από σπήλαιο, στηριζόμενοι σε ορισμένα φυσικά φαινόμενα και δεν έπεσαν έξω.
Οι ανασκαφές δε που ξεκίνησαν το 1992 αποκάλυψαν την αληθινή ηλικία του σπηλαίου που ανέρχεται σε 30.000 χιλιάδες χρόνια πριν, βάση των ευρημάτων της προϊστορικής εποχής που ήρθαν στο φως (οστά προϊστορικών ζώων όπως μαμούθ, δασύμαλλου ρινόκερου, μεγάκερου, καθώς και αρκετά λίθινα εργαλεία.
Το συνολικό του μήκος ξεπερνά τα 21 χιλιόμετρα, όμως επισκέψιμα είναι μόνο τα πρώτα 500 μέτρα, που χαρίζουν υπέροχες εικόνες στον επισκέπτη. Ο τεχνητός πεζόδρομος του σπηλαίου πάνω από τα νερά του ποταμού, εισέρχεται στα έγκατά του, δίνοντας τη δυνατότητα παρακολούθησης των κόκκινων σταλακτιτών με τις καταπληκτικές αποχρώσεις που οφείλονται στην ύπαρξη μεταλλευμάτων όπως μαγγάνιο, σίδηρο, χαλκό κ.α
Πρόκειται για το δεύτερο σπήλαιο σε μήκος διαδρομών στην Ελλάδα, καθώς το γνωστό μέχρι σήμερα τμήμα του φτάνει τα 5.278 μέτρα σε ευθεία, ενώ αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα τουριστικά αξιοθέατα της Ανατολικής Μακεδονίας.
Το επισκέψιμο σπήλαιο χωρίζεται σε δύο αίθουσες. Την «Ακρόπολη», η οποία κρατάει τα ηνία της πρωτιάς με τις μεγαλύτερες διαστάσεις Ελλαδικού σπηλαίου, αλλά και στην «αίθουσα του τροχού» με τον τεράστιο σιδερένιο υδροτροχό, ο οποίος κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα κάλυπτε τις ανάγκες ύδρευσης των γύρω περιοχών.
Όσο για τον περιβάλλοντα χώρο του σπηλαίου, παρουσιάζει επίσης μεγάλο ενδιαφέρον, με πλούσια βλάστηση γεμάτη από πανύψηλα πλατάνια, ιτιές και λεύκες σε ένα φυσικό περιβάλλον που προσφέρει υπέροχα χρώματα, ζωηρές εικόνες και χαλάρωση δίπλα στα νερά του ποταμού.
Το σπήλαιο βρίσκεται στο Δήμο Προσοτσάνης Δράμας και είναι προσβάσιμο από τη Δράμα, την Καβάλα και τη Θεσσαλονίκη. Έχει αξιοποιηθεί και είναι επισκέψιμο από το 2001.