Ο 20χρονος Γιώργος Ασλανίδης και ο πατέρας του Μπάμπης Ασλανίδης επιχείρησαν με πάθος στα συντρίμμια που άφησε πίσω του ο φονικός σεισμός των 7,8 Ρίχτερ στην Τουρκία, ελπίζοντας ότι θα εντοπίσουν κάποιο σημάδι ζωής.
Επί πέντε μερόνυχτα, οι δυο τους έδωσαν πλάι-πλάι τη μάχη στα κατεστραμμένα κτίρια, στο Καχραμάν Μαράς, και μαζί με τους υπόλοιπους εθελοντές διασώστες από τη Θεσσαλονίκη είχαν στόχο να εντοπίσουν παγιδευμένους στα χαλάσματα, συμβάλλοντας στις προσπάθειες έρευνας και διάσωσης.
«Όταν πήγαμε την πρώτη μέρα στο πεδίο, μέσα στα συντρίμμια, έμεινα εκτός. Δεν μπήκα στα χαλάσματα, αλλά ήμουν δίπλα στον πατέρα μου. Ήθελα να δω πώς επιχειρεί ως επικεφαλής της ομάδας, αλλά κυρίως ήθελα να του δώσω χρόνο, για να μειώσω το άγχος του, να μην με δει στα πρώτα λεπτά στη δράση. Την επόμενη μέρα μπήκα κι εγώ κάτω από τα χαλάσματα. Δεν ξέρω πώς ένιωθε, αλλά ξέρω ότι έβλεπα το γεμάτο ανακούφιση βλέμμα του να γεμίζει χαρά, όταν έβγαινα και ήμουν καλά. Κατάκοπος μεν, αλλά γερός και δυνατός», αφηγείται, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο νεαρός εθελοντής διασώστης Γιώργος Ασλανίδης.
Σημειώνεται ότι ο πατέρας του, Μπάμπης, έχει πολλά χρόνια εμπειρίας στην πλάτη του ως πρόεδρος της Ομάδας Ελλήνων Διασωστών και, μάλιστα, στην Τουρκία ήταν επικεφαλής και στις πέντε επιχειρήσεις που στήθηκαν στην περιοχή.
«Παρά τα χρόνια εξάσκησης, δεν γίνεται να μην έχεις μια έγνοια παραπάνω, όταν είσαι μαζί με το παιδί σου κάτω από τέτοιες συνθήκες», δηλώνει και συνάμα εξηγεί ότι γνωρίζει τις δυνατότητες και τις γνώσεις του γιου του, αφού ο ίδιος τον εκπαίδευσε από μικρό.
«Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, ένα άγχος παραπάνω ναι φυσικά υπήρχε, είναι ο γιος σου που επιχειρεί στα χαλάσματα, αλλά όταν εκπαιδεύεις κάποιον, όταν βοηθάς να κατανοήσει τι πρέπει να κάνει και τι όχι σε μια τέτοια περίπτωση, ξέρεις πως μπορείς να τον εμπιστευτείς. Αυτό συνέβη με τον Γιώργο, που εκπαιδευόταν από την ηλικία των εννέα ετών», επισημαίνει ο Μπάμπης Ασλανίδης.
Ακούγοντας τον μπαμπά του, ο τριτοετής φοιτητής κουνά καταφατικά το κεφάλι του και συμπληρώνει: «Το να βρεθώ στα ερείπια με τον πατέρα μου ως επικεφαλής ήταν πολύ καλό. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να γνωρίζει καλύτερα και να εμπιστεύομαι περισσότερο! Το να τον έχω έξω στο πεδίο, να είναι υπεύθυνος ασφαλείας ήταν καθησυχαστικό και κάτι που με βοήθησε να αποδίδω καλύτερα, να αφοσιωθώ σε αυτό που έκανα, χωρίς να σκέφτομαι άλλα πράγματα. Άλλωστε μέσα στο πεδίο και στη δράση παύει να είναι μόνο πατέρας μου, είναι ο επικεφαλής μου, κάτι που σημαίνει ότι εκείνες τις ώρες δεν υπάρχουν αντιρρήσεις και διαφωνίες, πρέπει να μείνουμε μακριά από συναισθηματισμούς για να είμαστε ψύχραιμοι. Άλλωστε υπάρχουν κανόνες και για τη δική μας ασφάλεια», σημειώνει ο Γιώργος Ασλανίδης.
Υπενθυμίζεται ότι η αποστολή από τη Θεσσαλονίκη ξεκίνησε μετά από επικοινωνία με το τουρκικό προξενείο.
Ακολούθησε ένα μακρύ ταξίδι, καθώς πήγαν οδικώς μέχρι τον Πειραιά, για να μπορέσουν να μεταφέρουν τον ειδικό εξοπλισμό και από εκεί με καράβι στη Μυτιλήνη, στη συνέχεια στο Αϊβαλί και μετά, με αυτοκίνητα, στην γκρεμισμένη πόλη.
«Το να ταξιδεύαμε με τα σακίδιά μας με το αεροπλάνο θα ήταν το πιο βολικό για εμάς, αλλά αυτό θα σήμαινε ότι θα αφήναμε πίσω τον εξειδικευμένο, βαρύ εξοπλισμό και άρα θα είχαμε λιγότερα οφέλη στις επιχειρήσεις μας», εξηγεί ο Μπάμπης Ασλανίδης, που μαζί με τον γιο του συμμετέχουν σε ασκήσεις προσομοίωσης για επέμβαση σε τόσο μεγάλους σεισμούς τέσσερις φορές τον χρόνο.
Η αποστολή, που επέστρεψε πριν από λίγες ημέρες στη Θεσσαλονίκη, αποτελούνταν από 35 άτομα -όλοι εθελοντές- με κάποιους εξ αυτών να έχουν συμμετάσχει και σε επιχειρήσεις στον σεισμό στην Αλβανία. Άνθρωποι που, όπως λένε, επιστρέφοντας, γύρισαν στις δουλειές τους, αφού δεν είναι αυτό το επάγγελμά τους.
«Ενταχθήκαμε στο μηχανισμό των Ηνωμένων Εθνών και της τουρκικής πολιτικής προστασίας, είχαμε συγκεκριμένες αποστολές με σημεία που θα επιχειρούσαμε και ήταν πέντε συνολικά οι περιπτώσεις. Οι δυο στέφθηκαν με επιτυχία. Εμείς δεν βγάλαμε κάποιον ζωντανό από τα συντρίμμια, αλλά εντοπίζαμε με τα μηχανήματά μας τα σημεία που ήταν εγκλωβισμένοι», περιγράφει ο Μπάμπης Ασλανίδης.
Όπως περιγράφουν και οι δύο, δεν θα ξεχάσουν ποτέ την πρώτη εικόνα που αντίκρισαν μπαίνοντας στην Τουρκία, με την καταστροφή να επικρατεί σε κάθε σημείο, όπου έπεφτε το βλέμμα τους, μαζί με μία ιδιαίτερη μυρωδιά, την όξινη οσμή της καταστροφής και του θανάτου.