Πολεμική αναμέτρηση μεταξύ των 3.000 Οθωμανών Τούρκων του Ομέρ Πασά και 600 Ελλήνων υπό τον Γιάννη Γκούρα, στην πεδιάδα του Μαραθώνα, εκεί όπου ο Μιλτιάδης είχε νικήσει τον στρατό των Περσών το 490 π.Χ. Η δεύτερη μάχη του Μαραθώνα έγινε στις 5 Ιουλίου 1824 και έληξε, όπως και η πρώτη, με επικράτηση των ελληνικών όπλων.
Τον Ιούνιο του 1824 ο πασάς της Καρύστου Ομέρ έλαβε εντολή να στραφεί κατά της Αττικής, σε μια εποχή που οι Έλληνες σπαράζονταν από εμφύλιες έριδες. Την ίδια περίοδο (24 Ιουνίου 1824), ο πρόεδρος του Εκτελεστικού, Γεώργιος Κουντουριώτης, όρισε φρούραρχο της Ακρόπολης τον δυναμικό οπλαρχηγό Γιάννη Γκούρα.
Πράγματι, στις αρχές Ιουλίου ο Ομέρ Πασάς αποβιβάστηκε στον Ωρωπό με 3.000 άνδρες (εκ των οποίων οι 2.000 γενίτσαροι), πυροβολικό και ιππικό. Αφού λεηλάτησε τη γύρω περιοχή, κατευθύνθηκε προς την Αθήνα. Μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός ο Γκούρας συγκρότησε σώμα από 600 άνδρες, με τη συμμετοχή των χιλιάρχων Μαμούρη, Ρούκη και Πρεβεζιάνου και αποφάσισε να αναχαιτίσει τους Οθωμανούς στον Μαραθώνα. Στις 3 Ιουλίου 1824 κατέλαβε τον λοφίσκο (τύμβο) της πεδιάδας του Μαραθώνα με το παλαιό τείχος, απ’ όπου θα διάβαινε αναγκαστικά ο Ομέρ με τον στρατό του.
Οι πρώτες αψιμαχίες μεταξύ των δύο αντιπάλων έγιναν στις 5 Ιουλίου 1824. Πρώτα το πυροβολικό του Ομέρ άρχισε να βάλει κατά των ελληνικών θέσεων και στη συνέχεια ανέλαβαν δράση οι γενίτσαροι με το ιππικό, οι οποίοι αποκρούσθηκαν με σημαντικές απώλειες. Ο αγώνας εξελισσόταν αμφίρροπος και ο Γκούρας προσπαθούσε να ανεβάσει το ηθικό των στρατιωτών του, θυμίζοντάς τους τον άθλο των Αθηναίων κατά τον Περσών στον ίδιο χώρο πριν από 2.000 χρόνια.
Τότε, ως από μηχανής θεός, εμφανίσθηκε στο πεδίο της μάχης ο στρατηγός Διονύσιος Ευμορφόπουλος, προερχόμενος από την Κόρινθο. Είχε μάθει για την απόβαση των Τούρκων στην Αττική και έσπευσε με τους άνδρες του να βοηθήσει. Η απρόσμενη ενίσχυση αναπτέρωσε το ηθικό των Ελλήνων. Ο Γκούρας «σάλπισε» την αντεπίθεση και με την καθοριστική συνεισφορά των ανδρών του χιλίαρχου Γιάννη Ρούκη αιφνιδίασαν τους αντιπάλους τους και τους έτρεψαν σε φυγή. Οι Τούρκοι άφησαν στο πεδίο της μάχης 260 νεκρούς, τον αρχηγό των γενιτσάρων Ιμπραήμ, καθώς και πλούσια λάφυρα, όπλα και δύο σημαίες.
Μετά τη μάχη, ο Γκούρας, μιμούμενος το βάρβαρο επινίκιο τουρκικό έθιμο, έκοψε τριάντα κεφάλια από τους Τούρκους πεσόντες και τα απέστειλε στην Αθήνα μαζί με τις δύο πολεμικές σημαίες, εν είδει θριάμβου. Παράλληλα, με επιστολή του προς τους δημογέροντες των Αθηνών χαρακτήρισε τη νίκη του ανώτερη σε ηρωισμό από εκείνη της Γραβιάς (8 Μαΐου 1821), γιατί «ενίκησαν εκεί όπου ενίκησε πάλαι ποτέ και ο Μιλτιάδης».
Ο Ομέρ Πασάς, μετά την ήττα του, υποχώρησε με τον στρατό του στο Καπανδρίτι, ενώ ο Γκούρας με τον Ευμορφόπουλο επέστρεψαν στην Αθήνα για να ετοιμάσουν την άμυνα της πόλης. Ο Οθωμανός πολέμαρχος θα επιχειρούσε να καταλάβει την Αθήνα για δεύτερη φορά στις αρχές Αυγούστου του 1824.
Ποιος ήταν ο Γιάννης Γκούρας
Ο Γιάννης Γκούρας γεννήθηκε στην Γκουρίτσα Παρνασσίδας το 1791 από φτωχή οικογένεια. Όταν ήταν παιδί έβοσκε τα πρόβατα ενός Τούρκου αγά. Ψυχή ανυπότακτη και με έντονο το αίσθημα της ελευθερίας, προτίμησε στα 17 του το τουφέκι από την ταπεινή εργασία του ραγιά τσοπάνου. Ακολούθησε τον συγγενή του Πανουργιά, αρχηγό σώματος κλεφτών και επί μια δεκαετία γυμνάστηκε ψυχή τε σώματι στην κλέφτικη ζωή.
Το 1818 γνώρισε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, ο οποίος τον πήρε μαζί του ως ακόλουθο. Στην αρχή οδηγούσε τον σκύλο του, ονόματι Σαμψόνι, αλλά στη συνέχεια κέρδισε την εμπιστοσύνη του αρχηγού του. Το βάπτισμα του πυρός το πήρε σκοτώνοντας ένα Τούρκο στην Αθήνα κατ’ εντολή του Ανδρούτσου. Με το ξέσπασμα της Επανάστασης δραστηριοποιήθηκε στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα, πότε στο πλευρό του Πανουργιά, από τον οποίο θεωρείται ότι μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και πότε του Ανδρούτσου. Υπήρξε από τους πιο δραστήριους οργανωτές του Αγώνα στην περιοχή της Φωκίδας, όπου στρατολόγησε περί τους 700 άνδρες.
Σε συνεργασία με τους Γαλαξιδιώτες και με τον Πανουργιά επιτέθηκε στις 27 Μαρτίου 18121 στα Σάλωνα (σημερινή Άμφισσσα) και κατέλαβε το φρούριό της. Στη συνέχεια κινήθηκε προς το Χάνι της Γραβιάς, όπου πολέμησε υπό τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στην περίφημη ομώνυμη μάχη (8 Μαΐου 1821). Μετά από δύο αποτυχημένες προσπάθειες να καταλάβει το Πατρατζίκι (σημερινή Υπάτη) και τη Λιβαδιά συμμετείχε στη νικηφόρα Μάχη των Βασιλικών (26 Αυγούστου 1821), όπου διακρίθηκε για τον ηρωισμό του και για τις στρατηγικές του ικανότητες, κερδίζοντας τον θαυμασμό των συμπολεμιστών του. Από τότε άρχισε να γίνεται γνωστός μεταξύ των επαναστατημένων Ελλήνων και να αρχίζει σιγά-σιγά να εκδηλώνει τις προσωπικές του φιλοδοξίες.
Ιδού πώς τον περιγράφει ο ιστορικός Διονύσιος Κόκκινος:
Η φύσις είχε προικίσει τον Γκούραν με πλούσια δώρα. Με αρρενωπόν κάλλος, ρωμαλέος, με λεβέντικον παράστημα, με λευκήν επιδερμίδα, ξανθός με άφθονα μαλλιά, με εκφραστικά ωραία μάτια, με πλατύ μέτωπον, γελαστός, με έντονον έκφρασιν προδίδουσαν το ζωηρόν πνεύμα του, κατέκτα το περιβάλλον του. Πειθαρχικός εις τους ανωτέρους του, ευπροσήγορος εις τους κατωτέρους του, ευχάριστος εις την συναναστροφήν παρά την αγροίκον αγωγήν του, λακωνικός εις την ομιλία και με ακριβολογίαν και χαρακτηριστικήν φρασεολογίαν προδίδουσαν σκέψιν ταχείαν και ορθήν, επεβάλλετο εις όλους. Δεν είναι παράδοξον ότι κατά την επιχείρησιν εκείνην εις τα Βασιλικά, απλούς κατώτερος καπετάνιος αυτός, επεβλήθη κατά την διεξαγωγήν της μάχης, ώστε να την διευθύνη απ’ αρχής μέχρι τέλους, παρά την παρουσία του Δυοβουνιώτη και του Πανουργιά.
(«Η Ελληνική Επανάστασις», εκδόσεις «Μέλισσα»)
Στις 15 Νοεμβρίου 1821 έλαβε μέρος στη Συνέλευση της Ανατολικής Χέρσου (Στερεάς) Ελλάδος και στάθηκε στο πλευρό του Οδυσσέα Ανδρούτσου στη σύγκρουσή του με τον Άρειο Πάγο, τη διοικητική αρχή της περιοχής. Μετά την αμνήστευσή του, ο Ανδρούτσος διόρισε τον Γκούρα φρούραρχο της Ακρόπολης στην Αθήνα. Στις 23 Φεβρουαρίου 1823 ο Γιάννης Γκούρας τέλεσε τους γάμους του με την Ασήμω Λιδωρίκη, κόρη του προκρίτου της Φωκίδας Αναστάση Λιδωρίκη. Έτσι, το φτωχόπαιδο από την Γκουρίτσα έμπαινε στην υψηλή κοινωνία της εποχής του και αποκτούσε μεγαλύτερο κύρος.
Ο Γκούρας κατά τη διάρκεια της θητείας ως Φρούραρχος της Ακρόπολης φερόταν με αυταρχικό και σχεδόν τυραννικό τρόπο στους Αθηναίους, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις. Μάλιστα, δεν δίσταζε να στέλνει στη φυλακή όποιον δεν συμφωνούσε με τις ενέργειές του. Προχώρησε ακόμη περισσότερο και στις 23 Ιουνίου 1823 διέταξε τη θανάτωση του προκρίτου και αγωνιστή Νικολάου Σαρρή, που είχε αντιταχθεί στις αποφάσεις του. Με το ξέσπασμα του δεύτερου Εμφυλίου Πολέμου τον Ιούλιο του 1824, ο Γιάννης Γκούρας προσπάθησε να ξεφύγει από την επιρροή του Ανδρούτσου και να αναπτύξει τις ηγετικές του φιλοδοξίες. Στις 24 Νοεμβρίου 1824 πέρασε τον Ισθμό της Κορίνθου επικεφαλής ισχυρής στρατιωτικής δύναμης για να βοηθήσει τους «Κυβερνητικούς» (Στερεοελλαδίτες και Νησιώτες) στη διαμάχη τους με τους Πελοποννησίους «Αντικυβερνητικούς».
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Πελοπόννησο λεηλάτησε χωριά και καταδίωξε επιφανείς «Αντικυβερνητικούς» από την Αχαΐα, Αρκαδία και Ηλεία. Στις 20 Φεβρουαρίου 1825 ο Γκούρας διορίστηκε από την κυβέρνηση Κουντουριώτη αρχηγός των «Στρατοπέδων της Ανατολικής Ελλάδας» και στράφηκε στην καταδίωξη του Οδυσσέα Ανδρούτσου που είχε κατηγορηθεί ότι είχε συνάψει συμφωνίες με τους Τούρκους. Ο Ανδρούτσος, μετά από ανεπιτυχή αντίσταση, παραδόθηκε στις 7 Απριλίου 1825 στα στρατεύματα του Γκούρα και κλείσθηκε στην Ακρόπολη των Αθηνών. Τη νύχτα της 4ης προς 5η Ιουνίου 1825 οι έμπιστοι του Γκούρα, Μαμούρης, Τριανταφυλλίνας, Θεοχάρης και Παπακώστας, θανάτωσαν τον Ανδρούτσο, αφού πρώτα τον υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια και διέδωσαν ότι σκοτώθηκε στην προσπάθειά του να δραπετεύσει.
Μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, ο Γκούρας επανέλαβε τη δράση του κατά των Τούρκων, ιδιαίτερα κατά την κρίσιμη φάση της δεύτερης πολιορκίας του Μεσολογγίου και τον Μάιο του 1826 διορίσθηκε γενικός αρχηγός των στρατιωτικών δυνάμεων της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας. Κλείστηκε στην Ακρόπολη κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της από τον Κιουταχή και τη νύχτα της 30ης Σεπτεμβρίου 1826 σκοτώθηκε από τουρκικό βόλι. Την επομένη θάφτηκε μπροστά στον Παρθενώνα.
Πηγή: Sansimera.gr