Ένα χρόνο μετά την καταστροφική πυρκαγιά που κατέκαψε τη Βόρεια Εύβοια και οι μνήμες παραμένουν νωπές, η πύρινη λαίλαπα κατέστρεψε στο διάβα της απέραντες εκτάσεις φυσικού τοπίου και περιουσίες πολιτών.
Η κυρία Γιούλα από τις Γούβες, η γιαγιά που έγινε σύμβολο με τη φωτογραφία της να κρατά την καρδιά της έξω από το σπίτι της ενώ τα πάντα φλέγονταν στην Βόρεια Εύβοια, μιλά στο MEGA και συγκλονίζει.
«Σαν αύριο, 8 του μηνός, ήταν η μέρα Κυριακή. Είμαστε όλη τη νύχτα στο Πευκί, γιατί ερχόταν η φωτιά και τα ξημερώματα κατά τις 7 γυρίσαμε στο σπίτι και βλέπουμε ένα κόκκινο πράγμα, όπως βλέπουμε το σπίτι μας δεξιά να έρχεται. Και φοβηθήκαμε. Και μου λέει ο άνδρας μου «φύγε φύγε» και όπως έφευγα σαν παλαβή ερχόταν η φλόγα και έχασα τον άνδρα μου».
Ήταν η στιγμή που ο φωτογράφος Κωνσταντίνος Τσακαλίδης απαθανατίζει τον τρόμο και την αγωνία που ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της. Η εικόνα της ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο και έγινε εξώφυλλο στο αμερικανικό περιοδικό «TIME».
«Άρχισα να φωνάζω βοήθεια και κοιτούσα τον ουρανό. Βοήθεια παιδιά. Και ήρθανε τα παιδιά του χωριού που τους ευχαριστώ πάρα πολύ με τα βυτία και προλάβανε και δεν πήρε το σπίτι μας φωτιά».
Ένα χρόνο μετά η ίδια θα πει ότι η ζωή προχωράει. Τα σπίτια θα ξαναφτιαχτούν, τα δάση θα ξαναγεννηθούν. Το πιο σημαντικό είναι ο άνθρωπος αναφέρει με αισιοδοξία
«Η ζωή του ανθρώπου δε μπορεί να ξανάρθει, ενώ τα χέρια μας μπορούν και προσπαθούν και θα φτιάξουμε ό,τι μπορούμε. Έχουν καεί ορισμένα σπίτια, αλλά η ζωή συνεχίζεται. Κανένας να μην απογοητεύεται και όσο μπορεί να βοηθάει τον τόπο του».
Πολλές περιοχές στη Βόρεια Εύβοια προσπαθούν να ξαναγεννηθούν από τις στάχτες τους. Η εικόνα αυτό το καλοκαίρι δεν θυμίζει σε τίποτα όσα έζησαν εκείνη τη μαύρη Κυριακή.
«Έχει πολύ τουρισμό, πάρα πολύ τουρισμό πολύς κόσμος έρχεται. Είναι υποστήριξη για την Εύβοια. Θα πρέπει οι φορείς και διάφορα σωματεία να έρθουν σε όλη τη Βόρεια Εύβοια να φυτέψουν, να αναζωογονηθεί το πράσινο».
Η κυρία Γιούλα και ο άνδρας της Νίκος βλέπουν τα πράγματα πια, πολύ διαφορετικά. Φυτεύουν ντομάτες στο μποστάνι τους και τις μοιράζουν στο χωριό και ελπίζουν ότι θα έρθει η ημέρα που από το παράθυρο του σπιτιού τους, θα δουν ξανά τον τόπο καταπράσινο.