Π.Παυλόπουλος: «Δεν ξεχνάμε. Ποτέ ξανά» στις εκδηλώσεις μνήμης για το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων

ΑΝΑΦΕΡΘΗΚΕ ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΟ ΚΑΤΟΧΙΚΟ ΔΑΝΕΙΟ ΚΑΙ ΤΙΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΕΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ

Δηλώσεις Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Προκόπη Παυλόπουλου: «Δεν ξεχνάμε. Ποτέ ξανά».

Κατά τις εκδηλώσεις μνήμης για τα 76 χρόνια από το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων, υπογράμμισε επίσης, ότι τα Μαρτυρικά Καλάβρυτα θα θυμίζουν, για πάντα και προς κάθε κατεύθυνση, το απεχθέστερο έγκλημα πολέμου στην Ελλάδα, κατά την διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, το οποίο συντελέστηκε από τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής στις 13 Δεκεμβρίου 1943.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας τόνισε ότι εκπληρώνοντας εθνικό χρέος, τιμούμε, και φέτος, την ιερή μνήμη των τραγικών θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας και επισήμανε ότι είναι νομικώς ενεργές και δικαστικώς επιδιώξιμες οι αξιώσεις της Ελλάδας έναντι της Γερμανίας για το κατοχικό δάνειο και τις εν γένει αποζημιώσεις της ναζιστικής κατοχής.

Ειδικότερα, ο κ. Παυλόπουλος σημείωσε ότι: «Έχουμε, επανειλημμένως, τονίσει, οι ως άνω αξιώσεις μας, από τις οποίες ουδέποτε και καθ’ οποιονδήποτε τρόπο έχουμε παραιτηθεί, είναι πάντα νομικώς ενεργές ,πράγμα που σημαίνει ότι δεν τίθεται κανένα θέμα παραγραφής και δικαστικώς επιδιώξιμες».

Παράλληλα, πρόσθεσε ότι: «Και ο κοινός μας ευρωπαϊκός νομικός πολιτισμός, ως μέρος του εν γένει κοινού μας ευρωπαϊκού πολιτισμού που συντίθεται από τις διατάξεις, αλλά και από τις θεμελιώδεις αρχές και τις αξίες της ευρωπαϊκής και της διεθνούς νομιμότητας, επιβάλλει την σχετική απόφαση να την λάβει αρμόδιο δικαστικό forum, με βάση το σύνολο του εφαρμοζόμενου, εν προκειμένω, διεθνούς δικαίου».

Στο πλαίσιο αυτό διευκρίνισε ότι: «Η θέση αυτή είναι κυριολεκτικώς εθνική και, κατά συνέπεια, αδιαπραγμάτευτη. Πολλώ μάλλον όταν την θέση αυτή ενισχύει, πλέον, καταλυτικώς η πρόσφατη γνωμοδότηση (2019) της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Εμπειρογνωμόνων του Γερμανικού Κοινοβουλίου (Bundestag), η οποία αφενός αναγνωρίζει ότι δεν τίθεται ζήτημα παραίτησης ή παραγραφής των αξιώσεων αυτών και, αφετέρου, προτρέπει, «expressis verbis», την γερμανική πλευρά ν’ αποδεχθεί την προσφυγή Ελλάδας και Γερμανίας στο αρμόδιο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης».

Ακολούθως, υποστήριξε, ότι μόνο προβληματισμό προκαλεί η από 18.10.2019 απόρριψη της, από τον Ιούνιο του ίδιου έτους, πλήρως τεκμηριωμένης ρηματικής διακοίνωσης της Ελλάδας, αναφορικά με την προοπτική προσφυγής σε αρμόδιο δικαιοδοτικό forum, για την οριστική επίλυση της σχετικής διαφοράς ως προς τις αξιώσεις της Ελλάδας για το κατοχικό δάνειο και τις γερμανικές αποζημιώσεις.

«Έχω χρέος να τονίσω ότι η προαναφερόμενη άρνηση της γερμανικής κυβέρνησης, αγνοώντας όλα τα κατά τ’ ανωτέρω, πλήρως τεκμηριωμένα, νομικά επιχειρήματα, εμφανίζεται παντελώς αναιτιολόγητη, δοθέντος ότι έρχεται σε αντίθεση και προς την ευρωπαϊκή και την διεθνή νομιμότητα. Διευκρινίζουμε, ότι η Ελλάδα δεν αποδέχεται την άρνηση αυτή, πράγμα που σημαίνει ότι θα επανέλθει εν προκειμένω, δίνοντας ακόμη μεγαλύτερη έκταση και έμφαση στα νομικά -και όχι μόνο- επιχειρήματά της», κατέληξε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Ένα από μεγαλύτερα εγκλήματα της Ναζιστικής Γερμανίας κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στις 13 Δεκεμβρίου του 1943 δυνάμεις της «Βέρμαχτ» σκότωσαν σχεδόν όλους τους άρρενες κατοίκους των Καλαβρύτων, σε αντίποινα για την εκτέλεση αιχμαλώτων Γερμανών στρατιωτών από τον ΕΛΑΣ.

Το τελευταίο ιδίως έτος της Κατοχής είχαν αυξηθεί δραματικά οι ακρότητες των κατακτητών, καθώς η κυριαρχία τους βρισκόταν υπό διαρκή αμφισβήτηση από την ελληνική αντίσταση και οι δυνάμεις τους δεν επαρκούσαν για να ελέγχουν τη χώρα. Η τύχη των Καλαβρύτων φαίνεται να προδιαγράφτηκε μετά την ήττα των Γερμανών από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στη Μάχη της Κερπινής (20 Οκτωβρίου 1943), κατά την οποία σκοτώθηκαν δεκάδες Γερμανοί στρατιώτες και αιχμαλωτίστηκαν 78.

Τότε τέθηκε σε εφαρμογή από το γερμανικό στρατηγείο η «Επιχείρηση Καλάβρυτα» («Unternehmen Kalavryta»), με αντικειμενικό στόχο την περικύκλωση των ανταρτών στην ορεινή περιοχή των Καλαβρύτων και την εξόντωσή τους. Την εκτέλεση της αποστολής ανέλαβαν μονάδες της 117ης Μεραρχίας Κυνηγών, που έδρευε στην Πελοπόννησο και είχε επικεφαλής τον υποστράτηγο Καρλ φον Λε Ζουίρ (1898-1954).

Ο γερμανός στρατηγός με τις αριστοκρατικές ρίζες, έχοντας πληροφορηθεί την εκτέλεση των 78 γερμανών αιχμαλώτων από τους αντάρτες, διέταξε τους άνδρες του να μην διστάσουν να λάβουν τα πιο σκληρά αντίποινα εναντίον του άμαχου πληθυσμού της περιοχής. Ήταν, άλλωστε, πρακτική των αρχών κατοχής να εκτελούν για κάθε σκοτωμένο γερμανό στρατιωτικό πολλαπλάσιους έλληνες αμάχους. 

Η «Επιχείρηση Καλάβρυτα» ξεκίνησε στις 4 Δεκεμβρίου, όταν οι γερμανικές δυνάμεις άρχισαν να συρρέουν στην ευρύτερη περιοχή των Καλαβρύτων από την Πάτρα, το Αίγιο, τον Πύργο και την Τρίπολη. Στο διάβα τους έκαιγαν χωριά και μοναστήρια (Μέγα Σπήλαιο και Αγία Λαύρα) και σκότωναν άοπλους πολίτες και μοναχούς.

Στις 9 Δεκεμβρίου έφθασαν στα Καλάβρυτα, δημιουργώντας ένα ασφυκτικό κλοιό γύρω από την πόλη. Καθησύχασαν τους κατοίκους, διαβεβαιώνοντας ότι στόχος τους ήταν αποκλειστικά η εξόντωση των ανταρτών και μάλιστα ζήτησαν από όσους την είχαν εγκαταλείψει να επιστρέψουν άφοβα πίσω στα Καλάβρυτα. Για να τους πείσουν ακόμη περισσότερο προχώρησαν στην πυρπόληση σπιτιών, που ανήκαν σε αντάρτες, και αναζήτησαν την τύχη των γερμανών τραυματιών της μάχης της Κερπινής.

Έξαφνα, όμως, το πρωί της Δευτέρας 13 Δεκεμβρίου συγκέντρωσαν όλο τον πληθυσμό στην κεντρική πλατεία και οδήγησαν τον άρρενα πληθυσμό άνω των 13 ετών σε μια επικλινή τοποθεσία, που ονομαζόταν «Ράχη του Καπή», ενώ τα γυναικόπαιδα τα κλείδωσαν στο σχολείο. Στη ράχη του Καπή εκτυλίχθηκε τις πρώτες μεταμεσημβρινές ώρες η τραγωδία, που οδήγησε σχεδόν όλο τον άρρενα πληθυσμό των Καλαβρύτων στο θάνατο. Με ριπές πολυβόλων οι Γερμανοί εκτέλεσαν τους συγκεντρωμένους, γύρω στους 800 ανθρώπους. Μόνο 13 Καλαβρυτινοί διασώθηκαν και αυτοί επειδή είχαν καλυφθεί από τα πτώματα των συμπολιτών τους και οι Γερμανοί τους θεώρησαν νεκρούς. Το σήμα για την εκτέλεση έδωσε με φωτοβολίδα από το κέντρο των Καλαβρύτων ο ταγματάρχης Χανς Εμπερσμπέργκερ και επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος ήταν ο υπολοχαγός Βίλιμπαντ Ακαμπχούμπερ.