Η επέλαση της μετάλλαξης Δέλτα στη χώρα μας αλλά και η πρόσφατη… άφιξη του εν πολλοίς αχαρτογράφητου στελέχους Ομικρον εντείνουν την ανησυχία κυβέρνησης, ειδικών και πολιτών για την επόμενη πανδημική ημέρα.
Με τα ΜΜΜ να αποτελούν λοιπόν ίσως τους τελευταίους χώρους συγχρωτισμού, επανέρχεται στο προσκήνιο το ζήτημα της θωράκισης του επιβατικού κοινού και πώς αυτή μπορεί να επιτευχθεί.
Για το ζήτημα του ελέγχου των τεστ σε λεωφορεία και μέσα σταθερής τροχιάς διασταυρώνουν τα ξίφη τους στα «ΝΕΑ» ο πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων Λειτουργίας Μετρό Αττικής Σπύρος Ρεβύθης και ο καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιάννης Τούντας.
Εφαρμογή «πράσινου διαβατηρίου»
του Γιάννη Τούντα*
Κάθε κλειστός χώρος όπου συνωστίζονται πολλά διαφορετικά άτομα αποτελεί ευνοϊκό περιβάλλον για τη μετάδοση του κορονοϊού. Τα μέσα μαζικής μεταφοράς αποτελούν έναν κατεξοχήν τέτοιο χώρο.
Για τον λόγο αυτό είναι επιβεβλημένο να ληφθούν επιπρόσθετα μέτρα πέρα από το κυλιόμενο ωράριο που βοηθά στη μείωση του συνωστισμού, ειδικά στις ώρες αιχμής.
Η επαναφορά της τηλεργασίας θα οδηγούσε στη μείωση των μετακινήσεων βοηθώντας την περαιτέρω αποσυμφόρηση των επιβατών στα ΜΜΜ.
Πολύ πιο αποτελεσματικό μέτρο θα ήταν η εφαρμογή του «πράσινου διαβατηρίου», δηλαδή η χρήση των ΜΜΜ μόνο από όσους έχουν εμβολιαστεί ή έχουν νοσήσει πρόσφατα ή έχουν αρνητικόrapid test το τελευταίο σαρανταοκτάωρο. Το μέτρο αυτό θα καταστεί πολύ πιο αναγκαίο εάν διαπιστωθεί η πιθανολογούμενη αυξημένη μεταδοτικότητα της μετάλλαξης Ομικρον.
Πέραν άλλωστε από τον όποιο κίνδυνο συνεπάγεται η εμφάνιση της Ομικρον, συνεχίζεται ακάθεκτη η επέλαση της πολύ επικίνδυνης Δέλτα. Συνεπώς, ακόμη και αν δεν είχε εμφανιστεί η νέα παραλλαγή, και πάλι θα χρειαζόμασταν μεγαλύτερη θωράκιση.
Πάντως, αναφορικά με το νέο στέλεχος, η αλήθεια είναι ότι πρέπει να ανησυχούμε, αν και γνωρίζουμε πολύ λίγα. Ο κορωνοϊός από την αρχή έχει παρουσιάσει σειρά από μεταλλάξεις, με πιο γνωστή τη Δέλτα, η οποία αποδείχθηκε περισσότερο μολυσματική, γι’ αυτό και επικράτησε. Η νέα μετάλλαξη Ομικρον γνωρίζουμε ότι παρουσιάζει διπλάσιες σχεδόν μεταλλάξεις στην πρωτεϊνική ακίδα – δηλαδή στο σημείο όπου δρουν τα εμβόλια – από τη μετάλλαξη Δέλτα.
Η παρατήρηση αυτή δημιουργεί εύλογες ανησυχίες για το εάν θα μπορεί να αντιμετωπίζεται εξίσου αποτελεσματικά με τη μετάλλαξη Δέλτα μέσω των υφιστάμενων εμβολίων. Το πιο πιθανό σενάριο είναι ότι λόγω του αυξημένου αριθμού μεταλλάξεων στην ακίδα το στέλεχος Ομικρον ίσως να παρουσιάσει μικρότερη ανταπόκριση στα υπάρχοντα εμβόλια. Αλλά και αυτό μένει να απαντηθεί.
Ακόμη όμως κι αν τα υπάρχοντα εμβόλια δεν επαρκούν για αποτελεσματική ανοσία έναντι του στελέχους Ομικρον, οι εταιρείες παρασκευής τους, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους, θα είναι σε θέση να ετοιμάσουν ένα νέο, τροποποιημένο και αποτελεσματικό εμβόλιο στις επόμενες πέντε με έξι εβδομάδες, το οποίο θα μπορεί να τεθεί σε χρήση σε περίπου τρεις με τέσσερις μήνες.
Σε κάθε περίπτωση, η μόνη λύση προς το παρόν είναι ο άμεσος εμβολιασμός των ανεμβολίαστων και η επίσπευση της τρίτης δόσης στους εμβολιασμένους, προκειμένου να υπάρξει όσο γίνεται πιο ισχυρή ανοσία στον γενικό πληθυσμό – τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς.
Αλλωστε, τέτοιου είδους μεταλλάξεις θα συνεχίσουν να εμφανίζονται και στο μέλλον, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο επικίνδυνες, μέχρι να αποκτηθεί η συλλογική ανοσία σε παγκόσμιο επίπεδο. Και αυτό γιατί όσο υπάρχουν ανεμβολίαστοι, τόσο θα δίνεται η ευκαιρία στον ιό να μεταλλάσσεται.
Συμπερασματικά, μάλλον μας περιμένει ένας ακόμα δύσκολος χειμώνας που επιβάλλει αυξημένη εγρήγορση, ελπίζοντας σε μια καλύτερη άνοιξη.
*Ο Γιάννης Τούντας είναι καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Αποδυνάμωση του μεταφορικού έργου
του Σπύρου Ρεβύθη
Είναι γεγονός ότι η εξέλιξη της πανδημίας στην Ελλάδα είναι δραματική. Ο αριθμός των νεκρών που αγγίζει καθημερινά τους 100, ο αριθμός των ανθρώπων που διασωληνώνονται εντός ή εκτός ΜΕΘ, ο υψηλός αριθμός κρουσμάτων παρά την εντατικοποίηση της ιχνηλάτησης και ο συνεχιζόμενος χαμηλός ρυθμός εμβολιασμού, δείχνουν ότι βαδίζουμε προς αδιέξοδο.
Ωστόσο, προτάσεις που διατυπώνονται δημοσίως και μιλούν για εντατικούς ελέγχους πιστοποιητικών εμβολιασμού, νόσησης ή ράπιντ τεστ στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς και κυρίως στις αστικές συγκοινωνίες της Αθήνας, είναι πέρα από κάθε επαφή με την πραγματικότητα.
Προφανώς, όσοι τις διατυπώνουν και επιμένουν να τις υποστηρίζουν δημοσίως, αγνοούν επί της ουσίας ότι καθημερινά με τις αστικές συγκοινωνίες της Αθήνας εκτελούνται συνολικά 1,5 εκατομμύριο μετακινήσεις!
Ποιος μηχανισμός θα μπορέσει να ελέγξει όλο αυτό το πλήθος των επιβιβαζόμενων πολιτών σε μετρό, ηλεκτρικό, τραμ, αστικά λεωφορεία και τρόλεϊ, εάν διαθέτει έγκυρα πιστοποιητικά εμβολιασμού, νόσησης ή ράπιντ τεστ;
Γνωρίζουν άραγε όσοι προτείνουν αυτούς τους ελέγχους ποια είναι η κατάσταση κατά τις ώρες αιχμής στους σταθμούς του μετρό και στις στάσεις των αστικών λεωφορείων;
Για κάποιες ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, τα ΜΜΜ είναι ο μόνος τρόπος μετακίνησης. Οι αστικές συγκοινωνίες όμως ήδη αδυνατούν να καλύψουν τις καθημερινές αυξημένες ανάγκες των πολιτών, καθώς μόνο από την εταιρεία Σταθερές Συγκοινωνίες (ΣΤΑΣΥ – Μετρό, Ηλεκτρικός, Τραμ) λείπουν εκατοντάδες εργαζόμενοι και τροχαίο υλικό. Ποιος μηχανισμός λοιπόν θα είναι σε θέση να ελέγχει καθημερινά 1,5 εκατομμύριο μετακινήσεις;
Μόλις πρόσφατα ενημερωθήκαμε ότι η διοίκηση της ΣΤΑΣΥ σχεδιάζει να επαναφέρει τα βραδινά δρομολόγια της Παρασκευής και του Σαββάτου, κάτι που ίσχυε προ του κορονοϊού.
Ως εργαζόμενοι της ΣΤΑΣΥ υπενθυμίσαμε στη διοίκηση ότι «η πανδημία δεν τέλειωσε», ενώ αναφέραμε ότι το να επεκταθούν τα δρομολόγια σε ώρες που κανονικά θα έπρεπε να εκτελούνται οι συντηρήσεις, θα μας οδηγήσει σε επιχειρησιακό αδιέξοδο.
Κι αυτό, καθώς είναι βέβαιο ότι με τις υπάρχουσες τεράστιες ελλείψεις σε συρμούς, ανταλλακτικά, προσωπικό λειτουργίας και συντήρησης, το μόνο που μπορεί να επιτευχθεί με την παράταση της κυκλοφορίας, είναι η αποδυνάμωση του μεταφορικού έργου κατά τις κρίσιμες καθημερινές ώρες αιχμής, όταν δηλαδή στοιβάζονται οι επιβάτες στους συρμούς και τις αποβάθρες, εν μέσω Covid-19.
Βασικό μέλημα όλων θα πρέπει να είναι η αγορά νέων συρμών, λεωφορείων κ.λπ. και η πρόσληψη προσωπικού, δεδομένου ότι δεν έχει εξασφαλιστεί ακόμα ούτε η σωματική ακεραιότητα των εργαζομένων, αν και έχουν περάσει πολλοί μήνες από τον βάναυσο ξυλοδαρμό συναδέλφου, ενώ δεν έχει γίνει τίποτα για να πάψουν οι καθημερινές απειλές που βιώνουμε από παραβατικά στοιχεία, που πρωταγωνιστούν σε περιστατικά προπηλακισμού εργαζομένων, αλλά και σε μεγάλο αριθμό κλοπών προσωπικών αντικειμένων των επιβατών.
Μέσα σε αυτήν την κατάσταση, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι οι έλεγχοι των πιστοποιητικών εμβολιασμού, νόσησης ή των ράπιντ τεστ στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, είναι όχι απλώς ανέφικτοι αλλά εκτός τόπου και χρόνου…
*Ο Σπύρος Ρεβύθης είναι πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων Λειτουργίας Μετρό Αττικής (ΣΕΛΜΑ)