«Εμπλοκή» φαίνεται να παρουσιάζεται στις έρευνες των δικαστικών αρχών και της ΕΛ.ΑΣ. για την πλήρη διαλεύκανση των συνθηκών θανάτου – εντός 34 μηνών – των τριών κοριτσιών της ίδιας οικογένειας στην Πάτρα.
Και αυτό λόγω των πρώτων δεδομένων από τις νέες ιατροδικαστικές εξετάσεις σε όργανα της τριάμισι χρονών Μαλένας και της επτά μηνών Ιριδας, όπου δεν φαίνεται να προκύπτουν με σαφήνεια τα αίτια του θανάτου τους, αλλά ούτε και να ανατρέπονται πλήρως τα αρχικά πορίσματα των ιατροδικαστών που έχουν χαρακτηριστεί «ασαφή» και «προβληματικά».
Δυσχέρειες – Πέντε πορίσματα
Αυτά δε συμβαίνουν ενώ τις επόμενες ημέρες αναμένεται να εκδοθούν πέντε διαφορετικά πορίσματα από τοξικολογικές εξετάσεις σε δείγματα αίματος και όργανα των τριών κοριτσιών, όπου και πάλι παρουσιάζονται ορισμένες δυσχέρειες.
Την ίδια ώρα φαίνεται να απομακρύνεται το ενδεχόμενο της πολυσυζητημένης εκταφής της Τζωρτζίνας, αφού θεωρείται ότι η τυχόν εξέταση των τριχών της κεφαλής της δεν θα συνεισφέρει οτιδήποτε στην έρευνα.
Και αυτό γιατί η δηλητηρίαση της άτυχης εννιάχρονης από μεγάλη ποσότητα κεταμίνης θεωρείται δεδομένη από τις πρώτες τοξικολογικές εξετάσεις, ενώ και οι τρίχες του κοριτσιού εκτιμάται ότι θα έχουν διαποτιστεί από μεγάλη ποσότητα της συγκεκριμένης δηλητηριώδους ουσίας. Ετσι δεν θα μπορεί να διαπιστωθεί αν σε προγενέστερο χρόνο τής είχαν χορηγηθεί τοξικές ουσίες.
Περίεργες κινήσεις
Παράλληλα συνεχίζονται οι καταθέσεις τουλάχιστον 80 γιατρών και νοσηλευτών από πέντε νοσοκομεία και κλινικές (Καραμανδάνειο, ΜΕΘ Νοσοκομείου Ρίου, Ωνάσειο, «Αγλαΐα Κυριακού», Ογκολογικό Νοσοκομείο «Ελπίς») αλλά και από το ΕΚΑΒ της Πάτρας, όπου αναδεικνύεται σειρά ύποπτων ενεργειών της Ρούλας Πισπιρίγκου στις νοσηλείες της Μαλένας και της Τζωρτζίνας.
Με μία από τις πιο χαρακτηριστικές καταθέσεις του γιατρού που είχε προχωρήσει στην προσπάθεια ανάνηψης της Μαλένας το 2019 και της Τζωρτζίνας το 2022, όπου είχε αναφερθεί σε περίεργες κινήσεις και αντιδράσεις της μητέρας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο γιατρός αυτός φαίνεται να έχει καταθέσει για τον θάνατο της Μαλένας που νοσηλευόταν στο Ογκολογικό Νοσοκομείο «Ελπίς» με ιάσιμη μορφή λευχαμίας ότι οι γιατροί ειδοποιήθηκαν με τόση καθυστέρηση από τη μητέρα που όταν έσπευσε να βοηθήσει το παιδί, αυτό ήταν ήδη χωρίς πνοή.
Δείγματα αίματος
Σύμφωνα λοιπόν με τα μέχρι τώρα δεδομένα, η έρευνα για τους θανάτους των τριών παιδιών έχει κεντρικό «πυλώνα» την αρχική κατηγορία για τη δηλητηρίαση της Τζωρτζίνας με μεγάλη ποσότητα κεταμίνης.
Για την αρχική ανακοπή της Τζωρτζίνας τον Απρίλιο του 2021 στο Καραμανδάνειο της Πάτρας που της άφησε ανήκεστο εγκεφαλική βλάβη υπάρχουν επιβαρυντικές καταθέσεις γιατρών και νοσηλευτών για την αντίδραση της μητέρας. Ωστόσο, προς το παρόν, δεν στηρίζεται από κάποια άλλα τεχνικά δεδομένα.
Και αυτό γιατί τα τρία δείγματα αίματος (από την εισαγωγή της Τζωρτζίνας στο Καραμανδάνειο και από τις νοσηλείες στο Ωνάσειο και στο «Αγλαΐα Κυριακού») που εξετάζονται τώρα στο υπό τον Ν. Ράικο υπερσύγχρονο Εργαστήριο Τοξικολογίας της Θεσσαλονίκης αφορούν χρονικές περιόδους μη σχετικές με την τυχόν δηλητηρίασή της τον Απρίλιο του 2021 που της προκάλεσε την πρώτη ανακοπή.
Ωστόσο και από τη νέα ιστολογική εξέταση της καρδιάς της Ιριδας, για την οποία είχε διαπιστωθεί πέρυσι από εργαστήριο των Ιωαννίνων ότι δεν είχε τους «φυσικούς βηματοδότες» της, δεν προκύπτει κάτι σαφές.
Παγκόσμιο παράδοξο
Οπως λένε ενδεικτικά ιατροδικαστές, «η αναφερόμενη ανυπαρξία φλεβοκόμβου στο περσινό πόρισμα θεωρείται παγκόσμιο παράδοξο και απίθανο.
Ομως δεν μπορούμε από τους ιστούς που μας παρέδωσαν τώρα να διαπιστώσουμε αν πράγματι το κορίτσι δεν είχε αυτόν τον βηματοδότη ή υπήρξαν λανθασμένες τομές της καρδιάς από τους ιστοπαθολόγους που ακουσίως «εξαφάνισαν» αυτούς τους φυσικούς βηματοδότες».
Ωστόσο και από τη νέα ιστοπαθολογική εξέταση στη Μαλένα φέρεται να εντοπίστηκε ξανά εκτεταμένη βλάβη στο ήπαρ, όμως και πάλι προς το παρόν δεν έχει προσδιοριστεί το αίτιό της.
Κρίσιμο θεωρείται το πόρισμα της νέας τοξικολογικής εξέτασης όχι αυτή τη φορά στο αίμα της Μαλένας (έχει καταστραφεί), αλλά στα επονομαζόμενα «μπλοκ παραφίνης» με τα όργανα του κοριτσιού που δεν θεωρούνται ωστόσο τόσο εκμεταλλεύσιμα και παραγωγικά σε ευρήματα (το 20% εκείνων του αίματος).