Ο Ευάγγελος Γκανάς, εφημέριος στην ενορία του Αγίου Μελετίου στα Σεπόλια, θεολόγος με αρκετές δημοσιεύσεις σε συλλογικούς τόμους και σε περιοδικά, αλλά και συγγραφέας βιβλίων, τα οποία όπως λέει ο ίδιος λειτουργούν σαν «γέφυρες» ανάμεσα στη θεολογία και τη φιλοσοφία, είναι ένα ιερέας που σπάνια συναντά κανείς.
Από τα πρώτα λεπτά που συνομιλεί κανείς μαζί του, η πραότητα και η βαθιά διερευνητική του σκέψη τον «διαπερνά» τόσο πολύ, που στο τέλος της κουβέντας αισθάνεται σαν να έχει μόλις βγει από μια συνεδρία ψυχοθεραπείας.
Ποιος είναι ο πατήρ Ευάγγελος
Ο πατήρ Ευάγγελος γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Από μικρός ήταν «αστέρι» στα μαθηματικά και σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Ωστόσο, η βαθιά γοητεία που τού ασκούσαν οι ανθρωπιστικές επιστήμες τον οδήγησαν να σπουδάσει και Θεολογία στο πανεπιστήμιο Αθηνών και να επιλέξει τελικά το επάγγελμα του ιερέα. Όπως εξηγεί, ήταν μια «φωτισμένη» υπέροχη δασκάλα, αυτή που του ενστάλαξε την αγάπη για τη γλώσσα και τις θεωρητικές επιστήμες. Μάλιστα τόσο πολύ αγάπησε τη γλώσσα, που ο ίδιος άρχισε από νωρίς να μελετά και να γράφει τα κηρύγματά του πριν τα απευθύνει στο κοινό στη θεία λειτουργία της Κυριακής.
«Πριν από δύο χρόνια, ο Γιάννης επισκέφτηκε τον ναό μαζί με τη μητέρα του, τη γυναίκα του Μαράια και τον πρώτο τους γιο. Άνοιξε το κινητό του και έδειχνε στη Μαράια φωτογραφίες από τη βάπτισή του».
Μεταξύ αυτών που είχαν περάσει το κατώφλι του ναού ήταν και ο Γιάννης Αντετοκούνμπο. Η γνωριμία τους ήταν ένα δώρο και για τους δύο. Πολλά χρόνια μετά, ο πατήρ Ευάγγελος θυμάται, μιλώντας στην «Κ», την εποχή που ο Γιάννης και τα αδέλφια του ζούσαν στα Σεπόλια, απαντά για την ταυτότητα που έχει αυτή τη στιγμή η συχνά παρεξηγημένη γειτονιά της Αθήνας αλλά και για τον ίδιο ρόλο της εκκλησίας στην καταιγιστική εποχή της τεχνολογίας και των κοινωνικών δικτύων.
Η πρώτη επαφή με την οικογένεια Αντετοκούνμπο
Η σχέση του πάτερ με την οικογένεια ξεκίνησε όταν τα τρία από τα τέσσερα αδέλφια Αντετοκούνμπο άρχισαν να πηγαίνουν στα κατηχητικά τμήματα του ναού.
«Ξεχώρισα αμέσως τον Γιάννη ανάμεσα σε εκατοντάδες παιδιά, για το δυσανάλογο ύψος του σε σχέση με την ηλικία του», θυμάται ο πατήρ Ευάγγελος και συνεχίζει: «Ήταν 12 χρονών. Είχε καθαρό και πράο βλέμμα. Δεν είχε μεμψιμοιρία ή μνησικακία. Σε όλες τις φωτογραφίες του από εκείνη την εποχή είναι χαμογελαστός».
Ο ιερέας πιστεύει ότι η οικογένεια Αντετοκούνμπο λειτούργησε σαν ένα «τεστ» όχι μόνο για την ενορία αλλά και για όλη την γειτονιά. «Αυτός που τώρα είναι βασιλιάς πέρασε από τους δρόμους των Σεπολίων και τα σκαλιά της ενορίας του Αγίου Μελετίου και μας έκανε ένα τεστ. Δεν ξέρω αν περάσαμε με άριστα αλλά, τα καταφέραμε. Για εμένα, το σπουδαίο είναι ότι δείξαμε σε αυτή την οικογένεια αλληλεγγύη όταν δεν τους ήξερε κανείς. Θυμάμαι τους γονείς των παιδιών, τον Τσαρλς και τη Βερόνικα, σε κυριακάτικες λειτουργίες μέσα σε ένα αμιγώς λευκό εκκλησίασμα να κάθονται δίπλα-δίπλα. Ήταν κυριολεκτικά σαν τη μύγα μέσα στο γάλα, αλλά κανείς δεν έδινε σημασία.
Το ζευγάρι, είχε μια εγγενή αξιοπρέπεια. Και σας το λέω αυτό, γιατί ο κάθε ιερέας μπορεί να γράψει ένα ολόκληρο μεταπτυχιακό αν θέλει για την επαιτεία αλλά και για τη χαλιναγώγηση των ανθρώπων όταν θέλουν να πάρουν κάτι. Με το που βγαίνεις από την εκκλησία θα πέσουν πάνω σου 100 άνθρωποι που θα σου ζητήσουν πράγματα συχνά με τρόπο πιεστικό. Ο Τσαρλς και η Βερόνικα δεν ήταν τέτοιοι άνθρωποι, παρότι δυσκολεύονταν πολύ».
Οι γονείς του Γιάννη ήταν Ρωμαιοκαθολικοί λόγω καταγωγής, όμως η απόφαση τους όταν ήρθαν στην Ελλάδα, ήταν τα παιδιά τους να γίνουν Χριστιανοί ορθόδοξοι.
Τα τρία από τα τέσσερα αδέλφια βαφτίστηκαν στην εκκλησία του Αγίου Μελετίου. «Ο Τσαρλς και η Βερόνικα είχαν μια παραδοσιακή αίσθηση των πραγμάτων», περιγράφει ο ιερέας και συνεχίζει: «Ο Γιάννης βαφτίστηκε το 2012, την ίδια ημέρα με τον αδελφό του, Αλέξανδρο. Η οικογένεια ήταν πολύ χαρούμενη, ήρθαν εδώ με γλυκά».
Λίγες ημέρες πριν φύγει ο Αντετοκούνμπο για τη Σαραγόσα, το 2013, και ενώ ήταν 18 χρονών πήγε να συναντήσει τον πάτερ. «Δεν θυμάμαι τι του είπα ακριβώς αλλά η κεντρική ιδέα ήταν να προσπαθήσει να μην αλλοιωθεί η καλοσύνη του από όλο αυτό που θα του συνέβαινε. Πριν από δύο χρόνια επισκέφτηκε τον ναό μαζί με τη μητέρα του, τη γυναίκα του Μαράια και τον πρώτο τους γιο. Άνοιξε το κινητό του και έδειχνε στη Μαράια φωτογραφίες από τη βάπτισή του».
Σεπόλια: μια παρεξηγημένη γειτονιά
Ο πάτερ πήγε στα Σεπόλια το 1994 όταν και χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στον ναό. Ο ίδιος λέει ότι εκείνη τη δεκαετία αλλά και την επόμενη, τα Σεπόλια «βίωναν», αυτό που η δική του γειτονιά, του Γκύζη, έζησε τις δεκαετίες του ’70 και ’80.
«Ο Γιάννης βαφτίστηκε το 2012, την ίδια ημέρα με τον αδελφό του, Αλέξανδρο. Η οικογένεια ήταν πολύ χαρούμενη, ήρθαν εδώ με γλυκά».
«Άρχισαν να γκρεμίζονται όλες οι μονοκατοικίες και να χτίζονται πολυώροφες πολυκατοικίες με 7ο, ακόμα και 8ο όροφο. Η περιοχή έγινε μια ζωντανή γειτονιά με νέους ανθρώπους που δημιουργούσαν οικογένειες. Σταδιακά, τα Σεπόλια, μεταμορφώθηκαν σε μια περιοχή εκρηκτικά κατοικημένη και όπως είναι φυσικό, αυτό δημιούργησε διάφορα προβλήματα».
Όταν τον ρωτήσαμε για το bullying, τα ναρκωτικά και τις συμμορίες, απάντησε πως δεν είναι προβλήματα που συναντά κανείς μόνο στα Σεπόλια, αλλά σε όλο το κέντρο της Αθήνας, ακόμη και σε πιο αναβαθμισμένα προάστια. «Ειδικά το bullying ακούμε να συμβαίνει και σε πολύ πιο μεσαίας τάξης περιοχές. Τα καλά προάστια δεν είναι άμοιρα παραβατικότητας και εγκληματικότητας».
Δεν ήταν όμως και λίγες οι φορές που όταν τα Σεπόλια άρχισαν να χορεύουν στο ρυθμό των επιτυχιών του Αντετοκούνμπο, παρουσιάστηκαν και με την αντίθετη όψη- μια γειτονιά όπου σε περιβάλλον συνύπαρξης, τα παιδιά «ανθίζουν».
«Ούτε αυτό ισχύει, κάθε χρόνο μας πλησιάζουν παιδιά με δυσκολίες στις οικογένειές τους» περιγράφει ο πάτερ και προσθέτει: «Μια κοινωνιολογική παρατήρηση που έχουμε κάνει στον ναό, εγώ και οι κατηχητές, μακριά από τις ρομαντικές εξιδανικεύσεις, είναι πως αρκετά από τα παιδιά που κάθονται εδώ με τις ώρες είναι παιδιά με δυσκολίες στο σπίτι. Παιδιά που θέλουν απλώς έναν χώρο που να είναι αποδεκτά και να νιώθουν ζεστασιά».
H σχέση των Ελλήνων με την εκκλησία
Η σχέση των Ελλήνων με την εκκλησία είναι κάτι που απασχολεί βαθιά τον πάτερ. Ο ίδιος θεωρεί πως «το Ευαγγέλιο είναι μια σοβαρή υπόθεση για σοβαρούς ανθρώπους και αυτά που είπε ο Χριστός πριν από 2.000 χρόνια παραμένουν επίκαιρα και ζωτικής σημασίας και σήμερα». Δεν κρύβει όμως και τον προβληματισμό του για το γεγονός ότι «ο Έλληνας ολοένα και περισσότερο διατηρεί μια εθιμοτυπική σχέση με την εκκλησία- τα Χριστούγεννα, το Πάσχα κ.ο.κ».
Ο πάτερ παραδέχεται πάντως πως για αυτό έχουν μερίδιο ευθύνης και οι ιερείς και οι θεολόγοι, αναγνωρίζοντας ότι «θα πρέπει να μπορέσουμε να επικαιροποιήσουμε τον λόγο του Θεού. Η εκκλησία το πέτυχε αυτό για αιώνες». Στην ερώτηση γιατί έχει αλλάξει αυτό, εξηγεί: «Γιατί έχουν εμφιλοχωρήσει στοιχεία πολιτισμικά αλλά και εθνικοπατριωτικά στην εκκλησία και σε έναν βαθμό συγχέεται ο ευαγγελικός λόγος με τον εθνικό λόγο. Κάποιοι άνθρωποι λένε ότι αποδέχονται τον χριστιανικό λόγο ενώ στην ουσία αποδέχονται τον εθνικοπατριωτικό λόγο και άλλοι λένε ότι απορρίπτουν τον χριστιανικό λόγο ενώ αυτό που θέλουν να απορρίψουν είναι κάτι το εθνικοπολιτισμικό. Η εκκλησία πρέπει να ψάξει πιο πολύ στις πήγες της και να δώσει ξανά στον κόσμο τον λόγο του Ευαγγελίου».
Ο πάτερ φέρνει ως παράδειγμα το κατηχητικό, το οποίο αν και σε πολλούς ακούγεται μία ιδέα παρωχημένη, αποτελεί στην ουσία μια επιτυχημένη σύνδεση της εκκλησίας με τα παιδιά. Μια βόλτα στον χώρο όπου στεγάζεται το κατηχητικό αυτού του ναού, με τις μπασκέτες όπου έβαζε καλάθια μαζί με τα αδέλφια του ο Αντετοκούνμπο, τα μεγάλα τραπέζια του πινγκ πονγκ και τα επιτραπέζια παιχνίδια αποδεικνύει του λόγου το αληθές.
«Για τα παιδιά έχει σημασία η καθημερινότητα, οι πράξεις τα κάνουν να καταλαβαίνουν περισσότερο από ένα κήρυγμα», σημειώνει ο ιερέας.
«Πριν από δύο χρόνια, Χριστούγεννα, ο Γιάννης, μεγάλος σταρ ήδη του NBA αγόρασε πολλά τρόφιμα και τα έφερε στην εκκλησία να τα δώσουμε σε ανθρώπους που τα έχουν ανάγκη. Στην ουσία, επαναλάμβανε κάτι που είχε μάθει και είχε δει εδώ».
To πρόσωπο της εκκλησίας προς τα έξω
Οι διάφορες ειδήσεις που προκύπτουν τελευταία από τον χώρο της εκκλησίας δεν μένουν ασχολίαστες από τον πάτερ. «Εσχάτως, ένας μητροπολίτης έκανε κάποιες δηλώσεις (σ.σ για τους βιασμούς) και δημιούργησε ένταση. Ήταν όμως ένας μητροπολίτης πάντα αγαπητός στα μέσα. Γιατί δεν καλούν άλλους; Και αυτό δεν ισχύει μόνο για τον εκκλησιαστικό χώρο, από όλους τους χώρους βλέπεις ανθρώπους που μιλούν με συγκεκριμένο τρόπο να έχουν στασίδι στα μίντια».
Όσον αφορά στο θέμα των αμβλώσεων και την εγκύκλιο της ΔΙΣ πριν από κάποιο καιρό, ο ίδιος προσπαθεί να ρίξει τους τόνους υπογραμμίζοντας πως κανείς δεν συζητά στην Ελλάδα τη νομική τους απαγόρευση, όπως συμβαίνει στην Αμερική και αλλού. Ο πάτερ λέει πως θέλει να ακουστεί το εξής ερώτημα: «Το ότι στη χώρα μας τις χρησιμοποιούμε ακόμα σε μεγάλο βαθμό σαν μέθοδο αντισύλληψης, δεν πρέπει να μας προβληματίζει; Δεν πρέπει να σκεφτόμαστε τι μπορούμε να λέμε για το ευαίσθητο αυτό θέμα στα νέα κορίτσια; Ποια είναι η γενική αντίληψη για το σεξ; Γιατί δεν προτάσσουμε το ότι το σεξ είναι η σαρκική έκφραση της αγάπης και όχι μια δραστηριότητα σαν όλες τις άλλες που αν τη χειριστείς λάθος μπορεί να σου αφήσει τραύματα;»
Τελειώνοντας την ενδιαφέρουσα συζήτηση, η κουβέντα γυρίζει εκεί όπου ξεκίνησε- στον Γιάννη. Ρωτάμε τον ιερέα τι συμπέρασμα μπορεί να βγει από αυτή την ιστορία που θυμίζει παραμύθι.
«Όλοι νομίζουν ότι το παραμύθι τελειώνει όταν το βασιλόπουλο παντρεύεται την πριγκίπισσα και ζουν όλοι καλά. Δεν είναι όμως έτσι. Θα σας πω μια ιστορία που μου αρέσει πάρα πολύ να την αφηγούμαι και έχει συμβεί στα ακαδημαϊκά έδρανα με πρωταγωνιστή τον Άλας Ντάιρ Μακιντάιρ, έναν σπουδαίο Σκωτσέζο φιλόσοφο. Σε ένα μάθημά του αναφέρει τον Αβραάμ και τη θυσία του Ισαάκ. Ένας φοιτητής σηκώνει το χέρι και ρωτά: “Και τι έγινε μετά;” Και απαντά ο Μακιντάιρ με έναν τρόπο κατά την γνώμη μου εξόχως βιβλικό: – “Δεν ξέρουμε ακόμα”.
Έτσι νομίζω συμβαίνει με κάθε ζωή, συμπεριλαμβανομένης και αυτής του Γιάννη- δεν ξέρουμε ακόμα. Και κάτι τελευταίο. Αυτή η ιστορία με το “αμερικάνικο όνειρο”, πως αν δηλαδή έχεις μεγάλους στόχους, θα τα καταφέρεις αν δουλέψεις σκληρά, δεν ακουμπά στην πραγματικότητα.
Όχι ότι ο Γιάννης δεν δούλεψε σκληρά αλλά εγώ ξέρω και άλλα, πολλά παιδιά στα Σεπόλια που δουλεύουν σκληρά και δυσκολεύονται ακόμα και να εξασφαλίσουν το μεροκάματο- άνθρωποι που τους έτυχαν περιπέτειες υγείας, ατυχήματα… Η τεράστια επιτυχία δεν αναιρεί την καθημερινή μάχη για να ζεις μια ζωή χαρούμενη. Δεν θα ήθελα ο Γιάννης να γίνει Μίδας. Θα προσεύχομαι πάντα να διατηρεί την ισορροπία του και να πατάει στη γη όσο και αν μπασκετικά ίπταται».
Πηγή: kathimerini.gr